Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011





 Α_ ντα_ μ


Ο Αλεφ σκεφτόταν:
Είμαι εντός όμως κάποια στιγμή οφείλω να εξέλθω
Στο εντός μου κυοφορείται όλο το εκτός
Αν δεν δαπανήσω την απαιτούμενη ενέργεια για να αποτολμήσω το δύσκολο βήμα, κινδυνεύω να γίνω ολοκαύτωμα
Όλα εκείνα που κληρονόμησα θέλω να τα κληροδοτήσω
Θέλω να προβληθώ στο εκτός
Θέλω να εκπορευτώ
Θέλω να δοκιμάσω και να δοκιμαστώ
Δεν είμαι πια το όνειρο του εαυτού μου
Οφείλω να γίνω ο εαυτός του ονείρου μου…

Ο ΝΤΑλετ σκεφτόταν:
Βρίσκομαι εκτός
Απλώθηκα νωχελικά στην υλοποίηση
Η πρωτογενής δημιουργία μου βρίσκει μορφή
Μορφώνομαι
Μορφοποιούμαι
Δεν είμαι πια ο πρώτος αλλά οδεύω στον έσχατο
Έχω την απρόσιτη κληρονομιά μου
Αλλά οφείλω να την μετασχηματίσω σε δράση
Χωρίς τη δράση μου όλα όσα σκέφτομαι θα μείνουν σκέψη
Όλα όσα αισθάνομαι θα με πνίξουν
Όλα όσα ονειρεύομαι θα με αποσαρκώσουν
Κι έχω αίμα που τρέχει στις φλέβες μου
Κι έχω μάτια που διψούν να γραπώσουν το αύριο
Κι έχω ανάσες που δεν χωρούν στο σαρκίο μου
Θέλω να περπατήσω το δρόμο μου
Θέλω να υπάρξω αληθινά…

Ο Μεμ σκεφτόταν:
Το σκίρτημα της Δημιουργίας είναι η ωραιότερη μουσική που έχω ακούσει
Είμαι παιδί της πρωτόγονης και πρωταρχικής Ανάγκης
Μένει να αγκαλιάσω τη Δύναμη
Αλλά φοβάμαι
Έχω γονείς τις δονήσεις του Απείρου
Έχω αδελφούς τα χτυποκάρδια του Χρόνου
Έχω ομογάλακτους τους περιιπτάμενους φωτοδότες αστέρες της Νόησης
Κι όμως
Ακόμη φοβάμαι
Αν σφίξω άραγε δυνατά
Στα χέρια μου
Τούτο το σβώλο χώμα
Θα ματώσω;

Ο Αλεφ χαμογελούσε
Ο ΝΤΑλετ δρούσε
Ο Μεμ αγωνιούσε

Ο Αλεφ ονειρευόταν
Ο ΝΤΑλετ προσδοκούσε
Ο Μεμ πονούσε

Ο Αλεφ γεννιόταν
Ο ΝΤΑλετ γεννούσε
Ο Μεμ γερνούσε

Ο Αλεφ αγνοούσε
Ο ΝΤΑλετ αναρωτιόταν
Ο Μεμ αγνοούνταν

Ο Αλεφ αφομοίωσε τον εαυτό του και πέθανε
Ο ΝΤΑλετ αρνήθηκε τα πάντα και κατασκεύασε τον εαυτό του από την αρχή
Ο Μεμ αρνήθηκε τον εαυτό του, κατασκεύασε τη Θρησκεία κι έζησε για πάντα…

Οκτ2010

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Το μοιρολόι των Μάγια...




Οι παρακάτω γραμμές ονομάστηκαν"Προφητεία του Κατούν Αχάου" και αναφέρονται
στα γεγονότα του 1556 και 1557 ένα αιώνα πριν η τελευταία πόλη των Μάγια πέσει στα χέρια των Ισπανών.

*********
Ετσι άρχισε να κτίζεται μια εκκλησία
στο κέντρο του Τιχού,
έτσι άρχισαν οι εκτελέσεις
δι' απαγχονισμού
και με τη φωτιά από τα χέρια τα δικά τους.
**************
Ετσι μπήκαν τα σχοινιά κι οι κόμποι
στον κόσμο το δικό μας,
έτσι μπήκαν τα παιδιά των νεοτέρων αδελφών μας
κάτω από την καταπιεστική σκλαβιά των φόρων,
γιατί πάντα και για πάντα θα πληρώνονται φόροι.
*************
Ο χριστιανισμός ήρθε και απλώθηκε παντού,
έτσι ήρθαν τα επτά μυστήρια των λόγων του θεού
να αποκαταστήσουν την τάξη.

ΛΑΡΣ ΠΕΡΣΟΝ Ακου, Λευκέ!

αναδημοσίευση από ΡΕΝΑ ΒΑΣΙΛΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΑ http://politika27.blogspot.com/

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011




Νυχτοβάτης


Ο Νυχτοβάτης κοιτούσε το γυμνό του είδωλο στο μεγάλο, όρθιο, οβάλ καθρέφτη.
Για πολλή ώρα έμεινε ανέκφραστος.
Για κάποιον παράξενο λόγο, ήξερε ότι ερχόταν η στιγμή που το είδωλο θα συνομιλούσε μαζί του.
Για κάποιον άλλο παράξενο λόγο, ήταν έτοιμος γι’αυτή τη συνομιλία.
Κι έτσι, δεν τον πτόησαν οι αμείλικτοι αιφνιδιασμοί.

Κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον πρώτο όταν αντίκρισε το πρόσωπό του. Δεν εμφανιζόταν ολόκληρο. Σχεδόν το μισό έλειπε. Μισό πρόσωπο δεν σημαίνει μισή ύπαρξη, σκέφτηκε, σημαίνει διπλός μόχθος για να χτίσεις την επάρκεια της ψευδαίσθησης.

Κλήθηκε να αντιμετωπίσει το δεύτερο όταν διέκρινε τα έντονα, σκούρα σημάδια στο ένα του χέρι, λίγο πάνω από τον αφαλό και στα πόδια του. Ήταν πλατιές, γκρίζες κηλίδες.
Ανασαίνουν, σκέφτηκε και τον ρίγησε η λέξη που δεν τόλμησε να γίνει ήχος.

Κι ύστερα αντίκρισε τον τρίτο, τον ισχυρότερο αιφνιδιασμό.
Το είδωλό του… παλλόταν… έτρεμε… σα να ήταν μια παράξενη ολογραμμική προβολή και όχι η πιστή αποτύπωσή του. Σα να επρόκειτο για μια φασματική εικόνα χαμηλής ενέργειας που πάλευε να κρατηθεί, να μην σβήσει, να παραμείνει ζωντανή…
Πεθαίνω, σκέφτηκε ξανά και τούτη η τρομερή λέξη δεν είχε κανένα βάρος, καμιά θλίψη, κανένα συναισθηματικό περιεχόμενο. Ήταν μια απλή, καθαρή, σχεδόν κλινική διάγνωση.

Σήκωσε το αριστερό του χέρι και παρακολουθούσε να επαναλαμβάνει τη κίνηση το είδωλό του. Χάιδεψε το λαιμό του και το στήθος του. Και τότε το είδε για πρώτη φορά. Το είδωλό του πονούσε. Το απαλό αυτό ταξίδι στο σώμα προκάλεσε έναν μορφασμό δυσαρέσκειας στο τεμαχισμένο πρόσωπο του ειδώλου του. Μπορούσε να το δει καθαρά. Το φάσμα του πονούσε και αυτόματα έριξε ξανά το χέρι του κάτω.
Επανέλαβε το ίδιο μετά με το άλλο του χέρι. Το έφερε πάνω από το σημείο των γεννητικών του οργάνων. Όταν τα άγγιξε ο ίδιος μορφασμός ζωγραφίστηκε στο μισό πρόσωπο.
Το είδωλό του τρεμόπαιξε έντονα. Για μια στιγμή μάλιστα, ήταν σίγουρος γι’αυτό, χάθηκε εντελώς… πέρασε μια άπειρη στιγμή ώσπου να το ξαναδεί να αχνοσχηματίζεται εκ νέου στον καθρέφτη εμπρός του.

Μικραίνω… μικραίνω όλο και πιο πολύ… μονολόγησε μελαγχολικά και για πρώτη φορά επέτρεψε τη φωνή του να ηχήσει στο δωμάτιο. Εκείνο που είναι να αυξηθεί πρέπει να ανθίσει… εκείνο που είναι να συρρικνωθεί πρέπει να εκλείψει… είπε ξανά και ύστερα σίγησε.

Ο Νυχτοβάτης αισθάνθηκε μια παρουσία δίπλα του. Ήταν ο αδελφός του, ένας λευκός θηριώδης λύκος που κάθε πανσέληνο τον επισκεπτόταν για λίγες ώρες ως το ξημέρωμα. Ο λύκος ανάσαινε αργά και τον πλησίασε με προσοχή. Μετά κούρνιασε στα πόδια του.
Μονομιάς το είδωλο του Νυχτοβάτη σταθεροποιήθηκε. Έγινε ανάγλυφο, ζωηρό ακόμα και λαμπερό.
Αδελφέ μου!, είπε τρυφερά ο Νυχτοβάτης και άγγιξε τον λύκο μονάχα με την απαλή φωνή του.

Δεν έχω συνείδηση της ύπαρξής μου… άρχισε να μονολογεί πάλι και το είδωλό του παλλόταν ανάλογα με την ένταση της φωνής του. Ποτέ δεν επέτρεψα τούτη την πολυτέλεια στον εαυτό μου. Συνείδηση της ύπαρξης σημαίνει να μπορείς να ορίσεις τα πράγματα μονάχα από το εσωτερικό τους φως… είπε ξανά και χάιδεψε απαλά για πρώτη φορά με το χέρι του το όμορφο ζώο. Ένιωσε την ζεστή του ανάσα στο χέρι του και χαμογέλασε. Ήταν ένα αλλόκοτο χαμόγελο. Και δεν είδε το μισό του πρόσωπο στον καθρέφτη. Εκείνο δεν χαμογελούσε.

Δεν μας αγάπησε ο ήλιος αδελφέ μου… εμείς ήπιαμε γάλα απ’τα μαστάρια της Νύχτας, είχαμε μάνα την ασημένια Πανσέληνο και ορφανοί από πατέρα πορευτήκαμε ως τα τώρα… δεν μας αγκάλιασε κανένα φως εμάς, δεν μας έθρεψε η ζέση του καλοκαιριού, δεν μας νανούρισε η ραθυμία του μεσημεριού… κι όμως… φιλοξενούμε ένα ολόκληρο κόσμο… και δεν νιώσαμε ποτέ την ορφάνια… συνέχισε να μονολογεί ο Νυχτοβάτης και τα σημάδια στο είδωλό του μεγάλωναν… γίνονταν μελανές νησίδες στο ευαίσθητο, χλωμό του σώμα.

Ο μεγάλος λύκος όρθωσε το σώμα του και γρύλλισε.

Το ξέρω, ξημερώνει. Θα πρέπει να φύγεις… πήγαινε στην απλωσιά Της αδελφέ μου, ξεκουράσου στην αρχαία αγκαλιά Της… για μένα στερεώνεται η μόνη αλήθεια λεπτό το λεπτό… σ’ευχαριστώ… είπε και αισθάνθηκε έναν λυγμό να αναδύεται απ’τα σωθικά του και να του κλείνει το λαιμό.
Το πανέμορφο ζώο χαϊδεύτηκε για μια στιγμή στο σώμα του Νυχτοβάτη, σήκωσε το βλέμμα του αιχμαλωτίζοντας την αιωνιότητα της στιγμής στα μάτια του και μετά, ήρεμα και θλιμμένα αποχώρησε.

Τα σημάδια ολοένα και μεγάλωναν. Τώρα πια είχαν απλωθεί παντού. Το είδωλο άρχισε να τρεμοπαίζει πιο έντονα. Ο καθρέφτης έμοιαζε με την επιφάνεια μιας ρυτιδιασμένης λίμνης. Ο Νυχτοβάτης δεν μπορούσε να διακρίνει το είδωλό του.

Πονούσε.
Φοβόταν.
Έκλεισε τα μάτια του και ονειρεύτηκε την γέννησή του. Ονειρεύτηκε τη Νύχτα, τους αστερισμούς, τις τροχιές των κομητών, τα αλυχτίσματα των αδελφών του στα μεγάλα δάση, τις ξάστερες βραδιές κάτω απ’το στερέωμα, τη γεύση των ποταμιών και το τραγούδισμα του νερού όπως κυλούσε.

Δάκρυσε.
Τα μέλη του μούδιαζαν.
Ο χρόνος κάλπαζε ξέφρενα.
Οι ανάσες του, ακριβότερες από ποτέ, χύνονταν μια μια στο κατώφλι της αυγής…

Έρχομαι Μάνα… μπόρεσε να ψελλίσει και όλο του το κορμί αντιλάλησε βουβά το σπαραγμό του.

Το τελευταίο που αντίκρισε στον καθρέφτη όταν άνοιξε για ύστατη φορά τα μάτια του, ήταν μια λευκή, μικρή κουκουβάγια που άνοιγε τα φτερά της κι ετοιμαζόταν να πετάξει στην ελευθερία…


νοε2010

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011




H. P. Lovecraft
Ο «παρείσακτος» του Πρόβιντενς




That is not dead which can eternal lie yet
with strange aeons even death may die
Necronomicon

Δεν είναι νεκρό αυτό που αιώνια μπορεί να ακινητεί, κι όμως
με το πέρασμα παράξενων αιώνων ακόμη κι ο θάνατος μπορεί να πεθάνει


…Στα πάντα είμαι πίσω ως προς την εποχή μου. Η σύγχρονη λογοτεχνία και δραματουργία μου είναι απολύτως άγνωστες, όπως ξένα μου είναι τα σύγχρονα πολι­τικά και κοινωνικά ιδεώδη. Ακόμα και τώρα αδυνατώ να συγχωρήσω την επαναστατική απόσχιση της Αμερικής από την Αγγλία και μέσω της επήρειας της κληρονομικότητας είμαι Άγγλος στην καρ­διά, παρά το ότι γεννήθηκα στην Αμερική. Διαθέτω όση γνώση του κόσμου μπορεί να περιμένει κανείς από κάποιον που μεγάλωσε σε απομόνωση. Δε βγήκα ποτέ από τις τρεις Πολιτείες, του Ροντ Αιλαντ, της Μασαχουσέτης και του Κονέκτικατ!...

…Όσο περισσότερο διάβαζα τις Γραφές, τόσο πιο ξένες μου φαίνονταν. Αγαπούσα απείρως περισσότερο την Ελληνο­ρωμαϊκή μυθολογία, και στα οκτώ μου κατέπληξα την οικογένειά μου δηλώνοντας ότι ήμουν Ρωμαίος ειδωλολάτρης. Η θρησκεία μου φαινόταν στην καλύτερη περίπτωση τόσο αόριστο πράγμα που ή­μουν ανίκανος να βρω κάποιο σύστημα πίστεως θετικότερο από κάποιο άλλο. Στην πραγματικότητα είχα υιοθετήσει ένα είδος Πανθεϊσμού, με τους Ρωμαϊκούς θεούς να αποτελούν προσωποποιήσεις των ιδιοτήτων της θεότητας...
...Οι σημερινές απόψεις μου ταλαντεύονται ανάμεσα στον Πανθεϊσμό και το ρασιοναλισμό. Είμαι ένας είδος αγνωστικιστή, δεν αρνούμαι και δεν επιβεβαιώνω τίποτα...

…Στάθηκα αντίθετος προς τον ερωτισμό για διαφόρους λόγους, (α) εξαιτίας της παρα­δεδεγμένης απωθητικότητας των άμεσων ερωτικών εκδηλώσεων, όπως την αισθάνονται όλες οι φυλές και όλοι οι πολιτισμοί και την εκφράζουν με λιγότερη ή περισσότερη αυτοσυγκράτηση, (β) εξαιτίας της προφανούς συγγένειας των ερωτικών ενστίκτων προς τα πιο ανεπεξέργαστα και πρώιμα νευρικά φαινόμενα οργανικής φύσεως μάλλον, παρά προς φαινόμενα που οφείλονται στην πιο περίπλοκη και προχωρημένη εξέλιξη (π.χ. τα φαινόμενα που εί­ναι καθαρά διανοητικά), (γ) εξαιτίας της φανερής σχέσης μετα­ξύ των εποχών έντονου ερωτικού ενδιαφέροντος και εθνικής πα­ρακμής, και (δ) επειδή στο βαθμό που μπορούσα να κρίνω, τα ε­ρωτικά ενδιαφέροντα είναι υπερτιμημένα, αφού στην πραγμα­τικότητα είναι πράγματα ασήμαντα που απασχολούν τα άξεστα μυα­λά όταν λείπουν άλλα, πιο αξιόλογα. Σύμφωνα με τη θεωρία μου η σημασία του ερωτισμού θα σμικραινόταν αν οι στοχαστές ξυπνούσαν και έστρεφαν την προσοχή τους σε πιο σημαντικά φαι­νόμενα. Αυτές, περιληπτικά, ήταν οι βάσεις των απόψεών μου αλ­λά η απροκατάληπτη μελέτη αντιπροσωπευτικών ρεαλιστικών έρ­γων με κάνει να αποπειραθώ μια επανεκτίμηση που είναι δυνατή χάρη στην αυξανόμενη αποπροσωποποίησή μου. Όταν αποσυν­δέομαι εντελώς από την ανθρωπότητα και βλέπω τον κόσμο σαν μέσα από τηλεσκόπιο, μπορώ να μελετήσω πιο δίκαια φαινόμε­να που από κοντά με αηδιάζουν. Έτσι έρχομαι να πεισθώ ότι το ερωτικό ένστικτο είναι για το μεγαλύτερο τμήμα της ανθρωπότη­τας πολύ ισχυρότερο απ' όσο θα μπορούσα ποτέ να φαντασθώ χωρίς ευρείες αναγνώσεις και παρατηρήσεις· ότι σφίγγει αδυσώ­πητο στις αρπάγες του το μέσο άνθρωπο - ακόμα και εκείνον που ανήκει στις σκεπτόμενες τάξεις - σε βαθμό που είναι αδύνατη η απώθησή του από υψηλότερα ενδιαφέροντα. Προφανώς η σύστασή μου να απορρίπτεται μέσω του παραμερισμού του από ενδια­φέροντα που ανήκουν καθαρά στη φαντασία και στον ευρύτερο κόσμο, είναι ένας παραλογισμός οφειλόμενος στην άγνοια της έ­κτασης και της έντασής του. Επιπλέον, η νηφάλια παρατήρηση δείχνει καθαρά ότι όλα τα ηθικά συστήματα που στηρίχθηκαν στην ερωτική απώθηση υπήρξαν μάταια και υποκριτικά. Κάτω από την επιφάνεια του Αγγλο-Σαξωνισμού υπάρχει προφανώς ε­ρωτισμός όσος υπήρχε και στους Έλληνες! Και η μορφή του εί­ναι ακόμα πιο απωθητική επειδή είναι λαθραίος και ελάχιστα τροποποιημένος μέσω του αισθητικού προβληματισμού. Η ανθρω­πότητα, εν ολίγοις, έχει εξελιχθεί λιγότερο απ' όσο πίστευα - η φαι­νομενική βελτίωσή της είναι περισσότερο μια μάσκα παρά μια με­ταβολή. Τέλος, η δύναμη των αντιερωτικών επιχειρημάτων αδυ­νατίζει όταν σκεφθεί κανείς και την προέλευση των ιδανικών της σεμνότητας. Τα ιδανικά αυτά προφανώς οφείλονται σε πολύ πρώι­μες φυλετικές εμπειρίες, όταν η πολεμική και νομαδική ύπαρξη απαιτούσε τη συγκέντρωση της ενεργητικότητας σε πιο αυστηρά κανάλια, και όταν η συγκινησιακή διέγερση που προκαλούσε ο φόνος υποκαθιστούσε την πιο απαλή διέγερση του ερωτισμού. Τώ­ρα που απωθήθηκαν οι παλιές χαρές της σφαγής, η υγιής δίψα για αίμα μετατρέπεται σε νωχελικό ρομαντισμό. Για να συνοψίσω, η πραγματικότητα της ερωτικής κυριαρχίας εντυπώνεται και στον πιο απρόθυμο παρατηρητή λόγω και μόνο της έκτασης και της ο­λοκληρωτικής διάχυσης των ερωτικών φαινομένων. Κάτι που έ­χει επιβιώσει από κάθε απόπειρα μετατροπής του πρέπει να είναι ισχυρό, και το να το επικρίνεις ή να προσπαθείς να το διορθώ­σεις πρέπει να είναι μάταιο. Όση ναυτία και αν προκαλεί σε μια λεπτή διάνοια η κτηνωδία της ανθρωπότητας, η ίδια αυτή διάνοια δεν μπορεί να απορρίψει πράγματα που ανακαλύπτει ότι υπάρ­χουν -και οπωσδήποτε το ρομάντσο δεν είναι πιο άξεστο από το ανάλογο φαινόμενο της πείνας. Το μόνο, λοιπόν, που πρέπει να ζη­τούμε, είναι ο πιο εκλεπτυσμένος και καλλιτεχνικός χειρισμός των ερωτικών κινήτρων. Απ' ό,τι έχω ακούσει, το σφάλμα του Σαξωνικού ερωτισμού βρίσκεται στη νοσηρότητά του, που χωρίς αμ­φιβολία απορρέει από ένα κοινωνικό σύστημα που προσπαθεί να τον εξορίσει, και που συνεπώς τον κάνει ακόμα πιο βδελυρό ό­ταν ξεπηδά στην επιφάνεια. Υποθέτω ότι αυτό είναι το κακό με τον Τζορτζ Μουρ. Το μοναδικό φάρμακο φαίνεται να βρίσκεται στη σταδιακή έξοδο της κοινωνίας από το πουριτανικό στάδιο, και η αναγνώριση κάποιας πιο χαλαρής ηθικής ή κάποιου πιο χα­λαρού εταιρισμού. Φαίνεται να είναι η ιδέα που σκιαγραφούν ο Νίτσε και άλλοι ρεαλιστές - η εξάλειψη του νοσηρού ερωτικού ενδιαφέροντος μέσω της εξάλειψης των προκαταλήψεων και των αναστολών που διπλασιάζουν την ισχύ του. Είναι πολύ πιθανό ότι η καθαρή ποσότητα της χυδαιότητας θα μειωνόταν έτσι αντί να αυξηθεί· σίγουρα η μείωση της υποκρισίας θα βοηθούσε προς την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης... Έτσι μετέβαλα απόψεις ως προς εκείνο το οποίο παλαιότερα καταδίκαζα. Δεν μπορείς να ξε­ριζώσεις κάτι που είναι έμφυτο στην πλειοψηφία -η ανθρωπότη­τα δεν μπορεί να χυθεί στα καλούπια μιας ιδεώδους κοινωνίας και λογοτεχνίας, η κοινωνία και η λογοτεχνία οφείλουν να συμ­μορφωθούν με τον υπαρκτό άνθρωπο...

…Δεν περιμένω από τον άν­θρωπο τίποτα και αποκηρύσσω την ανθρώπινη φυλή. Αλλά είναι ματαιότητα να ζητάς αυτό που δεν μπορείς να επιτύχεις ποτέ- ο άνθρωπος είναι φοβερά περιφρονητέος όταν συγκριθεί με τις ίδιες του τις διακηρύξεις. Καλύτερα να γελάς σε βάρος του ανθρώπου κοιτώντας τον από το εξώτερο σύμπαν, παρά να κλαις γι' αυτόν μέσα σου...

...Δεν αποδέχομαι πλήρως καμιά λο­γοτεχνική σχολή -είμαι υπέρ της Σαξωνικής αθωότητας αλλά κα­τά της Σαξωνικής διάθεσης για κηρύγματα- υπέρ της σύγχρονης ειλικρίνειας αλλά κατά της σύγχρονης νοσηρότητας· υπέρ του ρομαντικού θαυμαστού αλλά κατά του ρομαντικού συναισθη­ματισμού· υπέρ της καλλιτεχνικής μη - ηθικής αλλά κατά της καλ­λιτεχνικής ανηθικότητας. Με λίγα λόγια είμαι πλήρως εκλεκτι­κός, ίσως θα μπορούσα να περιγραφώ ως Έλληνας επηρεασμέ­νος από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ και από τον Πόε! Πι­στεύω ότι η τέχνη δε θα έπρεπε να διδάσκει, αλλά απλώς να ει­κονίζει. Θα έπρεπε να ασχολείται περισσότερο με εικόνες παρά με ιδέες· θα έπρεπε να συναρπάζει μάλλον παρά να πείθει...

...Δεν πιστεύω ότι μπορεί να είναι καλλιτέχνης ένας άνθρω­πος που ενδιαφέρεται για την ανθρώπινη συμπεριφορά -εκτός αν ξεχάσει το ενδιαφέρον του όταν πιάνει την πένα του για τους σκο­πούς της τέχνης. Ως καλλιτέχνης ο Τένισον είναι κατώτερος του Πόε, επειδή οι εικόνες του δεν ξεπερνούσαν την κοινότοπη οπτι­κή της άκαμπτης μπουρζουαζίας και δεν προκαλούσε συναισθή­ματα πέρα από τις αυτάρεσκες ρηχότητες της ανιαρής βικτοριανής οικογενειακής ζωής. Είναι πλάσμα από γάλα και νερό, και αντλεί τη φήμη του κυρίως από το θαυμαστό του ταλέντο στη ρυθ­μική μελωδία και στην ικανότητά του να ευχαριστεί το καθόλου ευφάνταστο μυαλό. Ο Τένισον δεν μπορεί να συγκριθεί με τον Σουένμπορν, και ακόμα και ο Σουένμπορν δεν μπορεί να συγκρι­θεί με τον Πόε. Αν ο Πόε δε ζωγράφισε ποτέ έναν ανθρώπινο ή­ρωα που να ζει στη μνήμη μας, το γεγονός οφείλεται στο ότι τα ανθρώπινα όντα είναι υπερβολικά αξιοπεριφρόνητα και τετριμ­μένα για να τους αξίζει να τα θυμόμαστε. Ο Πόε είδε πιο πέρα από τη χυδαία ανθρωποκεντρική σφαίρα και συνειδητοποίησε ότι οι άνθρωποι είναι απλά ανδρείκελα· ότι τα μόνα ζωτικά πράγ­ματα είναι τα γεγονότα και οι περιστάσεις. Πιστεύω ότι το πεζο­γραφικό έργο του Πόε είναι σημαντικότερο από την ποίηση του. Η ποίησή του φθάνει σε θαυμαστά ύψη, αλλά τα διηγήματά του είναι πάνω από κάθε δυνατό ύψος - αποσπάσματα μιας κοσμι­κής τελειότητας που ξεπερνά το δικό μας σύμπαν των τριών δια­στάσεων. Ως κριτικός καθοδηγεί όλους τους άλλους Αμερικα­νούς και μονάχα στο χιούμορ απέτυχε. Φυσικά ίσως να είμαι προ­κατειλημμένος επειδή η προσωπική μου αισθητική αντίληψη εί­ναι ομολογουμένως στενή και κλίνει προς τα συγκεκριμένα εκεί­να πεδία που απασχόλησαν στη δουλειά του τον Πόε. Ωστόσο πι­στεύω ότι δεν κάνω μεγάλο λάθος ότι ο Πόε είναι ασυζητητί η μεγάλη λογοτεχνική μορφή των Ηνωμένων Πολιτειών και πιθα­νότατα θα παραμείνει σ' αυτό το βάθρο. Είχε μια ιδιότυπη επι­κράτεια, αλλά μιλούσε γι' αυτή την επικράτεια με τελειότητα με­γαλύτερη από εκείνη με την οποία μίλησε οποιοσδήποτε άλλος Αμερικανός για τη δική του…

...Όχι δεν έχω διαβάσει ποτέ το ιδίωμα του επίσημου «αποκρυφισμού», αφού πάντα πίστευα ότι η γραφή του αλλόκοτου είναι πιο αποτελεσματική αν αποφεύγει τις εύκολες προλήψεις & και τις δημοφιλείς αποκρυφιστικές φόρμουλες. Ως προς τις πε­ποιθήσεις μου είμαι πραγματικά απόλυτος υλιστής χωρίς ούτε ψιχία πίστης σε οποιεσδήποτε υπερφυσικές ιδέες -θρησκεία, σπιριτουαλισμό, υπερβατισμό, μετεμψύχωση ή αθανασία. Ωστόσο δεν αποκλείεται να μπορέσω να βρω σπέρματα κάποιων καλών ιδεών στις τρέχουσες φλυαρίες των τρελών που ασχολούνται με τέτοια & σκέφτηκα συχνά να προμηθευτώ μερικά από τα σκου­πίδια που πουλιούνται στο βιβλιοπωλείο των αποκρυφιστών, στην 46η Οδό. Το πρόβλημα είναι ότι για την τωρινή οικονομική μου κατάσταση κοστίζουν υπερβολικά πολύ. Πόσο στοιχίζει η μπροσούρα που διαβάζεις τώρα; Αν αυτές οι ομάδες των σαλεμέ­νων έχουν δωρεάν προσπέκτους & «λογοτεχνία» με περιγραφές που θα μπορούσαν να δώσουν ιδέες, δε θα με πείραζε να γραφεί το όνομά μου στους «καταλόγους των κορόιδων» τους. Την ιδέα ότι η μαύρη μαγεία ασκείται σήμερα κρυφά, ή ότι επιβιώνουν δι­αβολικές αρχαίες τελετές, την έχω χρησιμοποιήσει και θα την ξα­ναχρησιμοποιήσω. Όταν διαβάσεις το νέο μου διήγημα, θα δεις πώς χρησιμοποιώ την ιδέα σε συνδυα­σμό με τις συμμορίες των νεαρών αλητών & τις αγέλες των ξέ­νων με τις ύποπτες φάτσες που βλέπει κανείς παντού στη Νέα Υόρκη…

…Όσο για το τι σημαίνει ο όρος «αλλόκοτο» - και φυσικά η έννοια του αλλόκοτου δεν περιορίζεται με τίποτα στον τρόμο - θα έλεγα ότι το πραγματικό κριτήριο είναι η ισχυρή εντύπωση της αναστολής των φυσικών νόμων ή η παρουσία αόρατων κόσμων ή δυνάμεων που μας πλησιάζουν. Πνεύματα με διαφορετικές ο­πτικές ή βαθμούς ευαισθησίας αντιδρούν διαφορετικά στην ίδια ιστορία. Για μένα το Πηγάδι και το Εκκρεμές δεν περιέχει καθό­λου στοιχεία αυθεντικού αλλόκοτου, αν εξαιρέσεις τις πρώτες ει­σαγωγικές πινελιές. Τα στοιχεία τρόμου είναι υπερβολικά κατα­φανώς υλικά, και η προέλευσή τους απλώς ανθρώπινη. Η ανώ­τερη ιστορία του Πόε -και ίσως το ανώτερο αλλόκοτο διήγημα όλων των εποχών- είναι η Πτώση του Οίκου των Άσερ. Δεύτερη έρχεται η Λιγεία, και φυσικά τα Δεδομένα στην Περίπτωση του κου Βάλ ντεμαρ είναι γεμάτα από προβλέψεις που σου κόβουν την ανάσα, ως τον τελικό, φρικαλέο κατακλυσμό. Το Χειρόγραφο που Βρέθηκε σε μια Μποτίλια και τα τελευταία μέρη του Αρθούρου Γκόρδον Πυμ διέπονται από μια παράξενη και ισχυρή αίσθηση μυστηρίου και αγωνίας, και υπάρχουν πινελιές στο Μέτζενγκερστάιν που ελάχιστοι εκτός από τον Πόε θα μπορούσαν να επιτύ­χουν. Στον τομέα της καθαρής, σκοτεινής ποιητικής πρόζας που ενώνει τη φρίκη και την ομορφιά, τίποτα δε θα μπορούσε να ξε­περάσει τη Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου, το Σιωπή, ένας Μύ­θος και το Η Σκιά, μια Παραβολή…

…Από την αφηρημένη άποψη ο γάμος μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο φυσιολογικός και κοινωνικά ουσιώδης και τα γνω­στά -αλλά τίποτα στον ουρανό ή τη γη δεν είναι για τον άνθρωπο του πνεύματος και της φαντασίας σημαντικό όσο η απαραβία­στη πληρότητα της εγκεφαλικής του ζωής -η αίσθηση της από­λυτης ολοκλήρωσης και της προκλητικής ανεξαρτησίας του ως υπερήφανου και μοναχικού όντος απέναντι στον δίχως όρια κό­σμο [cosmos]. Και εάν διαθέτει τη γενική ιδιοσυγκρασία που συ­νήθως συνοδεύει μια τέτοια πνευματική διάθεση και δομή, δε θα είναι πρόθυμος να θεωρήσει την αγέρωχη κατά μόνας ζωή υπερ­βολικά υψηλό τίμημα για την εξασφάλιση του απαραβίαστου του πνευματικού αυτού αιθέρα. Η ανεξαρτησία, και η απόλυτη απο­μόνωση από τη μάταια αγέλη, είναι πράγματα τόσο αναγκαία για ένα συγκεκριμένο τύπο εγκεφαλικότητας που όλα τα άλλα προ­βλήματα γίνονται δευτερεύοντα σε σύγκριση με αυτά. Προφανώς το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση μου. Ωστόσο δε βρήκα τη γα­μήλια ζωή τόσο εφιαλτική όσο θα μπορούσε να φαντασθεί κα­νείς. Με μια σύζυγο που θα διέθετε ιδιοσυγκρασία όμοια με της μητέρας και των θειάδων μου, πιθανότατα θα είχα κατορθώσει να ανασυγκροτήσω έναν τρόπο οικιακής ζωής όχι διαφορετικό από εκείνον των ημερών της Έιντζελ Στριτ, έστω και αν θα είχα διαφορετικό στάτους στην ιεραρχία του νοικοκυριού. Αλλά τα χρόνια γέννησαν βασικές και ουσιώδεις διαφορές στις αντιδρά­σεις προς τα διάφορα ορόσημα της ροής του χρόνου, και αντιποδικές φιλοδοξίες και αξιολογήσεις στο σχεδιασμό ενός σταθερού τόπου συνεύρεσης. Υπήρξε μια σύγκρουση της αφηρημένης – παραδοσιακής – ατομιστικής - ενδοσκοπικής Απολλώνιας αισθητικής με τη συγκεκριμένη – συναισθηματικη – παροντική – κοινωνική - ηθική…

…Η μία μορφή λογοτεχνικής σαγήνης που θεωρώ απολύ­τως αστήρικτη\ τσαρλατανισμό -ματαιόδο­ξη, ανειλικρινή, άσχετη & δίχως νόημα- είναι ο τρόπος εκείνος διαπραγμάτευσης ανθρωπίνων συμβάντων & αξιών & κινήτρων που είναι γνωστός ως ρομαντισμός. Ο Δουμάς, ο Σκοτ, ο Στήβενσον -έλεος! Πρόκειται για καθαρό παιδισμό -για μίγμα ψεύτι­κης λάμψης & ενθουσιασμού & γεγονότων προερχόμενων από έ­να συγκεχυμένο & στρεβλωμένο υπόστρωμα που δεν έχει καμιά σχέση με οτιδήποτε αφορά τις αυθεντικές σκέψεις, τα αυθεντικά συναισθήματα & τις εμπειρίες των εξελιγμένων & ενηλίκων αν­θρώπων. Στην ουσία του βρίσκεται η μία εκείνη ασυγχώρητη α­συμφωνία που συνιστά τον υπέρτατο πυρήνα κάθε φτήνειας και κοινοτοπίας -η επένδυση πραγμάτων γεγονότων με εντελώς δυ­σανάλογα & αταίριαστα συναισθήματα. Οι ηρωικές ιστορίες δεν είναι παράλογες αρκεί να μην απομακρύνονται από τα πραγματικά ουσιώδη της ζωής του ανθρώπινου πνεύματος· αλλά όχι αν κάποιος αισθηματίας poseur υιοθετεί τον τόνο τους για χάρη τεχνητών & τετριμμένων ψευδών, το αποτέλεσμα είναι υπερβολικά αηδιαστικό & κουραστικό για να περιγραφεί με λέξεις. Μπροστά στο ρομαντισμό είμαι σταθερά ρεαλιστής -αν και αναγνωρίζω το επικίνδυνα στενό περιθώριο που χωρίζει το ρομαντισμό από ορισμένες αποδεκτές μορφές του φανταστικού. Το φανταστικό, ως αυθεντική μορφή τέχνης, το αντιλαμβάνομαι ως επέκταση μάλλον παρά ως άρνηση της πραγματικότητας. Οι συ­νηθισμένες ιστορίες για φαντάσματα σε πύργους ή για ξεπερα­σμένους λυκάνθρωπους είναι απλά σκουπίδια. Η πραγματική λει­τουργία του φανταστικού είναι να δίνει στη φαντασία χώρο για απεριόριστη επέκταση & αισθητική ικανοποίηση της ειλικρινούς & φλεγόμενης περιέργειας & αίσθηση του δέους που αισθάνεται μια ευαίσθητη μειοψηφία για τις σαγηνευτικές & προκλητικές αβύσσους του ανεξερεύνητου διαστήματος & των αγνώστων ο­ντοτήτων που συγκλίνουν προς το γνωστό κόσμο από άγνωστες απεραντοσύνες & με άγνωστες σχέσεις χρόνου, χώρου, ύλης, δύναμης, διαστατικότητας & συνείδησης. Πιστεύω ότι η περιέρ­γεια αυτή & η αίσθηση του δέους έχουν βασική σημασία για την εν λόγω ευαίσθητη μειοψηφία και δε βλέπω ότι υπάρχει λόγος να πιστεύω ότι θα φθίνουν στο μέλλον -γιατί, όπως λες κι εσύ ο ίδιος, το σύνορο του αγνώστου το πολύ που μπορεί να κάνει ποτέ είναι να ξύσει απλώς την εξωτερική επιφάνεια της αιώνια αδύ­νατο να γνωσθεί απεραντοσύνης. Αλλά οι πραγματικά ευαίσθη­τοι δε θα είναι ποτέ περισσότεροι από μια μικρή μειοψηφία, για­τί τα περισσότερα άτομα -ακόμα και όσα διαθέτουν την οξύτε­ρη δυνατή διάνοια και αισθητική ικανότητα- απλώς δε διαθέ­τουν τα ψυχολογικά εργαλεία ή την ικανότητα προσαρμογής που τους επιτρέπουν να αισθάνονται έτσι. Κοπίασα αρκετά για να βο­λιδοσκοπήσω σε διαφόρους την ικανότητά τους να σκέφτονται σε βάθος όσον αφορά τον κόσμο & τον ανησυχητικό & σαγηνευ­τικό χαρακτήρα του εξωγήινου & αιώνιου αγνώστου· & τα απο­τελέσματα που είχα αποκαλύπτουν απροσδόκητα μικρά ποσοστά. Στη λογοτεχνία μπορούμε να δούμε άνετα την κοσμική διάθεση στον Πόε, τον Ντάνσανι, τον Μπλάκγουντ, αλλά υποπτεύομαι βαθιά τον κοσμικισμό του Μπιρς, του Τζέιμς, ακόμα και του Μάχεν. Δε νιώθει ο κάθε συγγραφέας του μακάβριου με ένταση και σχεδόν ασήκωτο πά­θος την πίεση του κρυπτικού & ασύνορου εξωτερικού διαστήμα­τος. Από φυλετική άποψη, επιπλέον, πρόκειται για ένα συναίσθη­μα που διακρίνει σχεδόν αποκλειστικά τους Βόρειους. Οι Λατίνοι δεν μπορούν να το κατανοήσουν -ούτε καν ο Μποντλέρ, που τελι­κά από την άποψη αυτή είναι καθαρά ανθρώπινος... αντεστραμ­μένος άγιος…


…Ο ιδεώδης μου συγγραφέας του αλλόκοτου θα ήταν μια σύν­θεση της ατμοσφαιρικής έντασης του Πόε, του κοσμικού βελη­νεκούς & της πλούσιας εφευρετικότητας του Ντάνσανι, των βα­θιών υπαινιγμών του Μάχεν & του εξωπραγματισμού του Άλτζερνον Μπλάκγουντ, που με την πειστικότητά του κόβει την ανάσα…

…Πιθανότατα ο Πόε με επηρέασε περισσότερο από ο­ποιονδήποτε άλλο. Αν κατόρθωσα ποτέ να πλησιάσω το είδος της μαγείας του, το έκανα επειδή εκείνος έστρωσε το δρόμο δημιουρ­γώντας μια ολόκληρη ατμόσφαιρα & μέθοδο την οποία λιγότερο σημαντικά άτομα μπορούνε να ακολουθήσουν με σχετική ευκο­λία. Δε διεκδικώ θέση ανάμεσα στην πρώτη σειρά των συγγρα­φέων του αλλόκοτου -σειρά που εκπροσωπούν ο Πόε, ανάμεσα στους νεκρούς, και οι Άρθουρ Μάχεν, Άλτζερνον Μπλάκγουντ, λόρδος Ντάνσανι & Μόνταγκιου Ροντς Τζέιμς, ανάμεσα στους ζωντανούς….


Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, «Επιστολές»
Εκδ. ΑΙΟΛΟΣ, 1997
(Επιλογή επιστολών 1915 – 1937)
Μετάφραση – πρόλογος – σημειώσεις:  Βασίλης Καλλιπολίτης
Επιλογή επιστολών:  Βασίλης Καλλιπολίτης - Μάκης Πανώριος
Τίτλος πρωτοτύπου: H.P. Lovecraft/ Selected Letters, 1976





Ο Χ. Φ. Λάβκραφτ γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1890 στο Πρόβιντενς του Ρόουντ Άιλαντ. Πέρασε τα περισσότερα χρόνια του ολότελα αποκομμένος από τον κόσμο και την εποχή στην οποία ζούσε. Πέθανε το 1937 σε ηλικία 47 χρονών. Υπήρξε αφοσιωμένος μελετητής των αρχαιοτήτων της πόλης του και ίσως η καταγωγή του να του έδωσε τη φυσική τάση που τον έκανε αγγλόφιλο για όλη του τη ζωή. Η υγεία του τα πρώτα χρόνια δεν ήταν πολύ σταθερή, έτσι τα πέρασε προστατευόμενος μέσα στην οικογένεια, ενώ η μερική αυτή ανικανότητά του, του επέτρεψε να διαβάζει συνέχεια. Σαν αποτέλεσμα, το ευαίσθητο, ονειροπόλο παιδί, δημιούργησε πολύ νωρίς έναν παράξενο δικό του κόσμο, στοιχειωμένο από τα πλάσματα της φαντασίας του. Μεγάλο μέρος των μυθιστορημάτων του που ανήκε στο βασίλειο του υπερφυσικού, αναπτύχθηκε απ’ αυτόν τον κόσμο. Από πολύ μικρός έδωσε δείγματα της ποιητικής του ικανότητας και σε ηλικία 15 χρονών έγραψε το πρώτο του διήγημα. Ο Λάβκραφτ σαν παιδί ήταν ντροπαλός ενώ σαν ενήλικας απόμακρος, σχεδόν απομονωμένος. Ήταν ψηλός, αδύνατος και συνήθως χλομός, παρ όλο που είχε φωτεινά και πολύ ζωηρά μάτια. Το σαγόνι του προεξείχε. Ο χαρακτήρας του ήταν ευγενικός. Η συζήτησή του αποκάλυπτε ένα εκπληκτικά πλούσιο λεξιλόγιο και μια άμεση χρήση των λέξεων, γεγονός ολοφάνερο στα μυθιστορήματά του. Στις δύο δεκαετίες που διήρκεσε μόνο, η συγγραφική του ζωή, ο Λάβκραφτ έγινε δάσκαλος του μακάβριου και στην εποχή του δεν υπήρχε ισάξιος του στην Αμερική. Άρχισε να γράφει νωρίς αλλά δεν κατόρθωσε να δημοσιευτεί τίποτα σε κανένα περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας. Έχοντας Βρετανούς προγόνους, η φιλολογικές του επιρροές ήταν Βρετανικές μάλλον -του Άρθουρ Μάχεν και του Λόρδου Ντάνσανι κυρίως- και όχι οι Αμερικάνικες της γοτθικής παράδοσης του Πόε.
Τα έργα του Λάβκραφτ δεν εκδόθηκαν ποτέ σε ευρεία κλίμακα όσο ζούσε και μόνο μια μικρή νουβέλα έκανε την εμφάνισή της τυπωμένη και δεμένη από έναν ερασιτέχνη αλλά ενθουσιώδη εκδότη. 
Περίπου 50 από τις ιστορίες του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και κυρίως στα:
"Αλλόκοτες Ιστορίες", "Καταπληκτικές Ιστορίες", "Καταπληκτική Επιστημονική Φαντασία". 
Το έργο του συγκεντρώθηκε σε ανθολογία στην πατρίδα του και στην Αγγλία, αλλά μόνο 2 χρόνια μετά τον θάνατο του εκδόθηκε από το "Αρκάμ Χάουζ" (που δημιουργήθηκε από τον Derleth σε συνεργασία με τον D. Wandrei, με σκοπό την αναδημοσίευση των έργων του Λάβκραφτ) μια ανθολογία με τίτλο "Ο Ξένος και άλλα", που περιείχε τις καλύτερες ιστορίες του και έγινε ένα από τα πιο πολύτιμα συλλεκτικά αντικείμενα στην Αμερική. Τον τόμο αυτό ακολούθησε το "Πέρα από τον Τοίχο του Ύπνου", "Μαρτζινάλια", "Κάποιος καραδοκεί στο Κατώφλι" (νουβέλα που τελείωσε ο Derleth) και "Κάτι για τις Γάτες και άλλα Κομμάτια", που όλα τους περιείχαν λιγότερο σημαντικά έργα. 
Αν και οι πρώτες του εργασίες ήταν ιδιαίτερα φανταστικές, επηρεασμένες από τον Λόρδο Ντάνσανι, ο Λάβκραφτ στράφηκε γρήγορα σε θέματα κοσμικού τρόμου και πνευματικής φρίκης, στις αξιοσημείωτες ιστορίες του "Χρώμα από το Διάστημα", "Τρόμος στο Ντάνγουιτς", "Ψίθυροι στο Σκοτάδι" και άλλα. Ανάμεσα σε αυτά εκείνη η μοναδική ιστορία τρόμου "Ποντίκια μέσα στους Τοίχους", που ίσως είναι η καλύτερη στο είδος της που γράφτηκε στην Αμερική το 1920. Λίγο χρόνο μετά την εμφάνιση των ιστοριών σε περιοδικά, άρχισε να φαίνεται καθαρά στο έργο του, το πρότυπο το οποίο έγινε αργότερα γνωστό ως "Μύθος του Κθούλου" και το οποίο πήρε το όνομα του από το "Κάλεσμα του Κθούλου" την πρώτη ιστορία που αποκαλύπτει καθαρά το σχέδιο του Λάβκραφτ. 
Ο Λάβκραφτ έγραψε μόνο 3 μυθιστορήματα ανάμεσα σε πολλά διηγήματα και νουβέλες. Το πιο φιλόδοξο όμως απ αυτά είναι "Η Περίπτωση του Τσάρλς Ντέξτερ Ουόρντ" που γράφτηκε το 1927-1928 αλλά δεν δημοσιεύτηκε ως το 1941, όταν μια συντετμημένη έκδοσή του είδε το φώς της δημοσιότητας στο περιοδικό "Αλλόκοτες Ιστορίες". Ολόκληρο το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε το 1943 στο περιοδικό "Πέρα από τον Τοίχο του Ύπνου", από τότε δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Αγγλία, ενώ στην Αμερική έγινε τυπική ταινία φρίκης με τον ηθοποιό Βίνσεντ Πράϊς στον κύριο ρόλο και είχε τον τίτλο: "Το στοιχειωμένο Παλάτι του Έντγκαρ Άλαν Πόε". Δεύτερο σε μέγεθος είναι το μυθιστόρημα "Στα βουνά της Τρέλλας" που γράφτηκε το 1931 και προηγήθηκε του μεγαλύτερου μυθιστορήματος όσον αφορά ημερομηνίες έκδοσης, όπου κι εκεί δημοσιεύτηκε κάτι τι συντετμημένο. 
Το τρίτο, με τίτλο "Η αναζήτηση ονείρων του άγνωστου Κάνταθ", είναι πολύ πιθανό να συνελήφθη σαν ιδέα και να γράφτηκε πολύ πρίν τα άλλα μυθιστορήματα, κάπου στις αρχές του 1924-1925 αλλά αντίθετα από εκείνα τα μυθιστορήματα, προφανώς δεν αναθεωρήθηκε ποτέ. Δεν αποτελεί μέρος του "Μύθου του Κθούλου" στον οποίο ανήκει τόσο "Η περίπτωση του Τσάρλς Ντέξτερ Ουόρντ" όσο και το "Στα βουνά της Τρέλλας" αλλά ορισμένες πλευρές του τις δανείστηκε από τον Μύθο. Ανήκει μάλλον σε μια προγενέστερη περίοδο του έργου του Λάβκραφτ όταν ήταν προφανώς κάτω από την επιρροή του Λόρδου Ντάνσανι.

(η σύντομη βιογραφία από το http://www.protoporia.gr)



Τι να πρωτοπεί κανείς για έναν άνθρωπο – σύμπαν όπως είναι ο Λάβκραφτ… Μπορείς να τοπογραφήσεις ένα στερέωμα; Αδύνατον, η προσπάθεια είναι εξ αρχής καταδικασμένη στην μερικότητα. Αυτό που περισσότερο θέλω να καταθέσω σε όσους φίλους δεν έχουν διαβάσει ποτέ κάτι δικό του, είναι πως, όποια θέση ή άποψη κι αν έχουν, αν έχουν περάσει μια συγκεκριμένη ηλικία, να τον προσεγγίσουν με την απαιτούμενη… ετοιμότητα. Όχι αθωότητα, ούτε ‘αφέλεια’, αλλά ετοιμότητα. Προσωπικά, θεωρώ πως όλα εκείνα που με μάγευαν στα 15 και στα 20 έχουν υποχωρήσει αλλά δεν έχουν εξαφανιστεί. Είναι πάντα παρόντα, υπαρκτά, μαγικά και υπέροχα. Απλά, βρίσκονται σε μια τόσο ιδιαίτερη περιοχή που, ευτυχώς, δεν μπορεί καμιά καθημερινότητα και ‘κρίση’ και φθορά να τα μολύνει, να τα μαγαρίσει. Γιατί, ναι, ό,τι βιώνεται στον ‘φανταστικό’ κόσμο είναι το ίδιο ιερό, ίσως και ιερότερο από ό,τι μεταβολίζει η πραγματικότητα, η εμπειρία, η επαφή με το ορατό, το ψηλαφητό.
Ο Λάβκραφτ, δεν είναι ένας άνθρωπος που θα μπορούσε εύκολα να τον κάνει κάποιος ‘παρέα’, να τον συναναστραφεί, να τον ‘καταλάβει’. Ήταν παράξενος, εσωστρεφής, με ρατσιστικές και αριστοκρατικές πολιτικές και ιδεολογικές θεωρήσεις, με εμμονές στο απώτερο χθες, σε μια ιδιότυπη, φαντασιακή, αυτιστική κοσμολογική αρχιτεκτονική, με έναν ψυχισμό ‘νοσηρό’ όσο και απίστευτα πλούσιο, πληθυντικό, απειροδιάστατο… μια εκρηκτική φύση σαν πυριδιταποθήκη αιχμάλωτη από μια χλωμή και ‘βικτωριανή’ όψη… Κάποιος που τον κατάλαβε μια χαρά ήταν ο Γκίγκερ, αν με εννοείτε και οι δημιουργίες του οφείλουν πολλά στον Λάβκραφτ (το ίδιο το ‘τέρας’ των ταινιών Αλιεν, είναι μια προσπάθεια ‘σάρκωσης’ ενός Παλαιού, αλλά αυτό ανοίγει άλλα σεντούκια τώρα).



Ο Λάβκραφτ δεν είναι εύκολο να γίνει ‘φίλος’ σου. Δεν το θέλεις αυτό, δεν σου χρειάζεται. Δεν θέλει να τον συμπαθήσεις για να τον διαβάσεις. Αν γνωρίζεις καλά την αγγλική θα τον απολαύσεις στο πρωτότυπο, αν πάλι όχι, θα τον χαρείς και στην μετάφραση. Γυρίστηκαν άφθονες ταινίες με θέματα από βιβλία του, δεν νομίζω ότι ευτύχησε κάποια να τον πλησιάσει σε βάθος και με εντιμότητα. Περισσότερο μοιάζουν με προσπάθειες να αποτυπώσουν μια ατμόσφαιρα τρόμου αλλά ο Λάβκραφτ, έγραψε –ανάμεσα σε άλλα - λογοτεχνία φρίκης και όχι τρόμου. Η διαφορά είναι προφανής. Η φρίκη είναι μια μονιμότερη, ουσιαστικότερη και πλατύτερη διάσταση του τρόμου. Όμως αυτά είναι λεπτομέρειες. Γιατί ο Λάβκραφτ είναι περισσότερο μια αίσθηση, μια ατμόσφαιρα που την υποψιάζεσαι και την νιώθεις να οικοδομείται σιγά σιγά, σελίδα τη σελίδα σε μια οντολογική νέα ‘αλήθεια’ που υπόσχεται να σε καθηλώσει.
Υπάρχουν δυο μεγάλα ‘αγκάθια’ όσο και ‘αγκωνάρια’ στην Λαβκραφτιανή μυθολογία που δεν μπορώ να τα παρακάμψω αφού κάποτε, εκεί ανάμεσα στα 20 και 25 μου, παρά λίγο να μου κοστίσουν πολύ ακριβά, σε αρκετά επίπεδα.



Το πρώτο είναι το περίφημο «Νεκρονομικό» και όλη η παρα-φιλολογία που το συνοδεύει και το δεύτερο είναι η Μυθολογία Κθούλου. Τα δυο αυτά συνδέονται μεν αλλά έχουν και την σχετική αυτονομία τους. Κάποτε, μου είχε γίνει έμμονη ιδέα να βρω μια αξιοπρεπή μετάφραση του «Νεκρονομικού». Αυτή που κάποτε εμφανίστηκε στα βιβλιοπωλεία από τον Κάκτο δεν είναι παρά μονάχα για να τυλίξεις ποτηράκια στη μετακόμιση. Δεν θέλω να επεκταθώ εδώ περισσότερο, σε επόμενη ανάρτηση, ίσως… κάποια πράγματα άλλωστε καλό είναι να μην κοινοποιούνται… Όσον αφορά τον Κθούλου, τον Ναρλαυθοτέπ και την παρέα των Παλαιών που ενέπνευσαν τόσους και στάθηκαν καλή πρώτη ύλη για να κακοποιηθεί ο δημιουργός τους από το Χόλλυγουντ, έχω να πω μονάχα προς το παρόν, ότι σε αυτά τα ‘κεφάλαια’ η ποιητική δύναμη της πένας του Λάβκραφτ φτάνει στο υψηλότερο σημείο της. Και εκεί στέκομαι.
Κλείνοντας αυτή την προσωπική κατάθεση δεν μπορώ να μην επισημάνω κι εγώ ότι δεν θα υπήρχε Λάβκραφτ αν δεν υπήρχε Πόε αλλά και ο Στίβεν Κίνγκ δεν βρήκε μικρή κληρονομιά από την πλούσια που άφησε με γενναιοδωρία ο μυστηριώδης τύπος από το Πρόβιντενς. Και αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί, οι μυστικοί αδελφοί που αρχιτεκτόνησαν και οικοδόμησαν αυτούς τους μαγικούς και υπέροχους ποιητικούς κόσμους, για κάποιους ‘παλαβιάρηδες’ από εμάς, δεν θα υπήρχε συναρπαστική εφηβεία…



Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011



Ο Γαλιλαίος στη φυλακή
Μύθοι για την επιστήμη και τη θρησκεία*

David C. Lindberg
Μύθος 1  Ότι η άνοδος του Χριστιανισμού ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο της Αρχαίας Επιστήμης
Βρίσκουμε έναν συνδυασμό παραγόντων πίσω από το «τέλος του ελληνοδυτικού νου»: η επίθεση κατά της ελληνικής φιλοσοφίας από τον [απόστολο] Παύλο, η υιοθέτηση του πλατωνισμού από τους χριστιανούς θεολόγους και η ενδυνάμωση της ορθοδοξίας από αυτοκράτορες που πάσχιζαν απεγνωσμένα να διατηρήσουν την ευταξία. Η επιβολή της ορθοδοξίας συμβάδισε με το φίμωμα κάθε μορφής ανεξάρτητης λογικής. Στον πέμπτο αιώνα, όχι μονάχα καταπνίγηκε κάθε ορθολογική σκέψη, αλλά και σημειώθηκε υποκατάστασή της από «το μυστήριο, τη μαγεία, και την αυθεντία»1 

Charles Freeman, ‘The Closing of the Western Mind: The Rise of Faith and the Fall of Reason’, (2003)

Μια ανοιξιάτικη μέρα το 415, ως λέγει η ιστορία, ένας οργισμένος όχλος χριστιανών ζηλωτών στην Αλεξάνδρεια, στην Αίγυπτο, παρακινημένοι από τον προσφάτως διορισμένο επίσκοπο, τον Κύριλλο, δολοφόνησε βάναυσα την όμορφη, νεαρή παγανίστρια και μαθηματικό Υπατία. Έχοντας διδαχθεί αρχικά από τον πατέρα της, καταξιωμένο μαθηματικό και αστρονόμο, η Υπατία προχώρησε η ίδια στη συγγραφή εμπεριστατωμένων σχολίων σε μαθηματικά και φιλοσοφικά κείμενα. Η δημοφιλία της και η επιρροή της —και ιδίως η εκ μέρους της υπεράσπιση της επιστήμης απέναντι στον χριστιανισμό— εξόργισε τόσο τον επίσκοπο ώστε διέταξε τη θανάτωσή της. Παραλλαγές της ιστορίας αυτής υπήρξαν πρώτη ύλη για αντιχριστιανική πολεμική από τα πρώτα χρόνια του Διαφωτισμού, όταν ο Ιρλανδός ελευθερόφρων Τζον Τόλαντ [John Toland] έγραψε ένα λίαν περίτεχνο και πύρινο φυλλάδιο, του οποίου ο τίτλος τα λέει όλα: Υπατία ή η Ιστορία μιας Δέσποινας Πανέμορφης Πανάρετης, Πολυμαθέστατης και με Οικουμενική Παιδεία, που διαμελίστηκε από τον Κλήρο της Αλεξάνδρειας για να ικανοποιήσει την Κενοδοξία, τη Φιλαυτία, και τη Σκληρότητα του Αρχιε­πισκόπου, του κοινώς αποκαλούμενου, και ας μην το αξίζει, Αγίου Κυρίλλου (1720)2.
Σύμφωνα με τον Έντουαρντ Γκίμπον [Edward Gibbon], συγγραφέα της Ιστορίας της παρακμής και της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1776-88), η «Υπατία απήχθη από την άμαξά της, γυμνώθηκε και σύρθηκε σε μια εκκλησία, όπου κατακομματιάστηκε από τα χέρια του Πέτρου του Αναγνώστη και των οπαδών του, ανθρώπων φανατικών, άγριων και ανευλαβών. Την έγδαραν ως το κόκαλο με κοφτερά όστρακα στρειδιών και πέταξαν στις φλόγες τα τρεμάμενα μέλη της»3. Σύμφωνα με ορισμένες επόψεις, η δολοφονία της Υπατίας σήμαινε το «θανάσιμο χτύπημα» για την αρχαία επιστήμη και φιλοσοφία. Ο διακεκριμένος ιστορικός της αρχαίας επιστήμης, ο Μάρτιν Μπάρτελ βαν ντερ Βέρντεν [B.L.Vander Van De Waerden }4 διατείνεται ότι «μετά την Υπατία τα αλεξανδρινά μαθηματικά έφτασαν σε ένα τέλος»· στο πόνημά του για την αρχαία επιστήμη, ο Μάρτιν Μπερνάλ [Martin Bernal]5 επικαλείται τον θάνατο της Υπατίας για να σημειώσει την «απαρχή των χριστιανικών Σκοτεινών Χρόνων»6.
Η αφήγηση της δολοφονίας της Υπατίας είναι από τις πιο συνταρακτικές σε ολόκληρη την ιστορία της επιστήμης και της θρησκείας. Ωστόσο, η παραδοσιακή ερμηνεία της είναι καθαρή μυθολογία. Όπως η Τσέχα ιστορικός Μαρία Ντζιέλσκα [Maria Dzielska]7 τεκμηριώνει σε μια πρόσφατη βιογραφία, η Υπατία ενεπλάκη σε μια πολιτική διαμάχη ανάμεσα στον Κύριλλο, έναν φιλόδοξο και άσπλαχνο άνθρωπο της εκκλησίας που αδημονούσε να επεκτείνει την εξουσία του, και τον φίλο της, τον Ορέστη, τον αυτοκρατορικό έπαρχο που εκπροσωπούσε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Παρά το γεγονός ότι ο Ορέστης ήταν χριστιανός, ο Κύριλλος χρησιμοποίησε τη φιλία του με την παγανίστρια Υπατία εναντίον του και κατηγόρησε την ίδια ότι καταπιάνεται με μαγγανείες και με τη μαγεία. Μολονότι όντως σκοτώθηκε με τον φριχτό τρόπο που περιγράψαμε πιο πάνω —όταν ήταν ώριμη γυναίκα κοντά στα εξήντα της χρόνια— ο θάνατός της είχε απόλυτη σχέση με τις τοπικές πολιτικές συγκρούσεις και σχεδόν καμία σχέση με την επιστήμη. Η σταυροφορία του Κυρίλλου ενάντια στους παγανιστές συνέβη μετέπειτα. Η αλεξανδρινή επιστήμη και τα αλεξανδρινά μαθηματικά συνέχισαν να ευδοκιμούν επί αιώνες8.
Οι παραπλανητικές αφηγήσεις σχετικά με τον θάνατο της Υπατίας και το πόνημα του Φρίμαν The Closing of the Western Mind, που παραθέσαμε πιο πάνω, είναι προσπάθειες να παραμείνει εν ζωή ένας γηραιός μύθος: η παρουσίαση της πρώτης περιόδου του χριστιανισμού ως λιμανιού αντινοησιαρχίας, ως πηγής αντιεπιστημονικών συναισθημάτων, ως ενός από τους κύριους παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για την παρακμή της Ευρώπης σε αυτό που η κοινή γλώσσα αποκαλεί «σκοτεινοί χρόνοι».
Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες, εάν όχι άφθονες, προς επίρρωσιν. Ο απόστολος Παύλος (η επίδραση του οποίου στη διαμόρφωση των χριστιανικών γνωρισμάτων ήταν, φυσικά, τεράστια) προειδοποιούσε, «Βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγὼν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν»9. Και στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή, νουθετούσε, «Μηδεὶς ἑαυτὸν ἐξαπατάτω· εἴ τις δοκεῖ σοφὸν εἶναι ἐν ὑμῖν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, μωρὸς γενέσθω, ἵνα γένηται σοφός. ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρά τῷ Θεῷ ἐστι»10.
Παρόμοια συναισθήματα εκφράστηκαν από κάμποσους πρώιμους Πατέρες της εκκλησίας που μεριμνούσαν να αντιτεθούν στην αίρεση και να προστατέψουν το χριστιανικό δόγμα από την επίδραση της παγανιστικής φιλοσοφίας. Ο Βορειοαφρικανός Καρχιδόνιος Τερτυλλιανός (περίπου 160–240), ένας εξόχως πεπαιδευμένος και με υψηλή επιρροή υπερασπιστής του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος, ήταν αναμφίβολα ο πλέον ευθαρσής ανάμεσα σε εκείνους τους υπερασπιστές της χριστιανικής ορθοδοξίας. Στην πιο ξακουστή ομιλία του, έθεσε το ερώτημα:
Πράγματι, τι δουλειά έχει η Αθήνα [εννοούμενη ως η εκπρόσωπος της παγανιστικής λογιοσύνης] με την Ιερουσαλήμ [την εκπρόσωπο της χριστιανικής θρησκείας]; Ποια σύμπνοια άραγε υπάρχει ανάμεσα στην Ακαδημία [πιθανόν του Πλάτωνα] και την Εκκλησία; Τι υπάρχει το κοινό ανάμεσα στους αιρετικούς και τους χριστιανούς; ... Μακριά απ’ όλες τις προσπάθειες να παραχθεί ένας παρδαλός χριστιανισμός με στωική, πλατωνική, και διαλεκτική σύνθεση! Δεν θέλουμε περίεργες λογομαχίες αφότου έχουμε τον Ιησού Χριστό, μήτε αμφισβητήσεις αφότου απολαμβάνουμε το Ευαγγέλιο! Έχουμε την πίστη μας, δεν επιθυμούμε περαιτέρω πεποιθήσεις. Γιατί άπαξ και πιστέψαμε σ’ αυτό, άλλο τίποτα δεν υπάρχει να πιστέψουμε.
Ο συγκαιρινός του Τερτυλλιανού, ο Τατιανός ο Σύρος (περίπου 120–ίσως 172), ένας ελληνόφωνος από τη Μεσοποταμία ο οποίος μετέβη στη Ρώμη, ρώτησε τους φιλοσόφους:
Τι το ευγενές έχετε παραγάγει με τη φιλοσοφία σας; Ποιος από τους διαπρεπέστερους άνδρες σας έχει ελευθερωθεί από τη ματαιόδοξη καυχησιά; ... Κάλλιστα θα γελούσα μ’ εκείνους που τη σήμερον ημέρα ασπάζονται τις δοξασίες [του Αριστοτέλη] — με ανθρώπους που λέγουν ότι τα πράγματα τα επίγεια δεν τα φροντίζει η Θεία Πρόνοια... Μην παρασύρεστε, το λοιπόν, από τελετουργικές συναθροίσεις φιλοσόφων που δεν είναι φιλόσοφοι, που κάνουν δόγμα τις άξεστες φαντασιώσεις της στιγμής.
Παρόμοιες αιτιάσεις διατυπώθηκαν από άλλους επικριτές της παγανιστικής (ήτοι, της μη χριστιανικής) μαθήσεως.
Αλλά το να σταματήσουμε εδώ θα σήμαινε ότι παρουσιάζουμε μια σοβαρά ατελή και λίαν παραπλανητική εικόνα. Οι ίδιοι συγγραφείς που αποκήρυσσαν την ελληνική φιλοσοφία χρησιμοποιούσαν συνάμα τη μεθοδολογία της και ενσωμάτωναν μεγάλα μέρη του περιεχόμενού της στα δικά τους συστήματα σκέψης. Από τον Ιουστίνο τον Μάρτυρα (πιθανόν 100–περίπου 165) έως τον Άγιο Αυγουστίνο (354–430) και πέρα, οι χριστιανοί λόγιοι συνδέθηκαν με ελληνικές φιλοσοφικές παραδόσεις που θεωρήθηκαν ομοιογενείς με τη χριστιανική σκέψη. Δεσπόζουσα ανάμεσα σε αυτές τις φιλοσοφίες ήταν ο πλατωνισμός (ή νεοπλατωνισμός), αλλά ήσαν επίσης συνήθη τα δάνεια από τη στωική, την αριστοτελική, και τη νεοπυθαγόρεια φιλοσοφία.
Αλλά ως προς τι σχετίζονται αυτές οι θρησκευτικές και φιλοσοφικές παραδόσεις με την επιστήμη; Υπήρχε εκείνη την εποχή κάποια δραστηριότητα ή κάποιο σώμα γνώσεων που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως «επιστήμη»; Εάν όχι, τότε ο μύθος, ως δηλώσαμε, είναι εμφανώς εσφαλμένος. Αλλά ας μην επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ξεφύγει τόσο εύκολα. Στην περίοδο την οποία πραγματευόμαστε, υπήρχαν κληροδοτημένες πεποιθήσεις σχετικά με τη φύση —σχετικά με τις απαρχές και τη δομή του σύμπαντος, τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, τη φύση των στοιχείων, την αρρώστια και την υγεία, την εξήγηση δραματικών φυσικών φαινομένων (κεραυνός, αστραπή, εκλείψεις, το ουράνιο τόξο, και τα συναφή)— και τη σχέση της με τους θεούς. Αυτά είναι τα συστατικά αυτού που ύστερα από αιώνες έμελλε να αναπτυχθεί και να γίνει η νεωτερική επιστήμη (ορισμένα ήσαν ήδη πανομοιότυπα με τα νεωτερικά αντίστοιχά τους)· και εάν ενδιαφερόμαστε για τις απαρχές της δυτικής επιστήμης αυτά πρέπει να ερευνήσουμε. Προς ονομασία αυτών των εγχειρημάτων, οι ιστορικοί της επιστήμης έχουν επιλέξει ποικιλία εκφράσεων — οι πιο διαδεδομένες εκ των οποίων είναι «φυσική φιλοσοφία» και «μαθηματική επιστήμη». Χάριν σαφήνειας, επιλέγω να αναφέρομαι σε αυτές αποκαλώντας τες απλώς «κλασικές επιστήμες» —πρόκειται, δηλαδή, για τις επιστήμες που προέρχονται από την ελληνική και ρωμαϊκή κλασική παράδοση— και αυτούς που τις υπηρετούν «επιστήμονες» ή «φιλοσόφους/επιστήμονες».
Όπως έχουμε δει, οι χριστιανοί συγγραφείς ενίοτε εξέφραζαν βαθιά εχθρότητα προς τις κλασικές επιστήμες. Ο Τερτυλλιανός, για τον οποίο ήδη έχουμε μιλήσει, επιτέθηκε στους παγανιστές φιλοσόφους για το ότι απέδιδαν θεότητα στα στοιχεία της φύσεως και στον ήλιο, στο φεγγάρι, στους πλανήτες, και στα αστέρια. Στην εκτύλιξη του επιχειρήματός του, εξέφρασε θυελλωδώς τη μήνιν του για τη ματαιοδοξία των αρχαίων Ελλήνων επιστημόνων/φιλοσόφων:
Πείτε μου, παρακαλώ, τι σοφία μπορεί να υπάρχει σε τούτο το μαράζι για υποθετικούς συλλογισμούς; Ποια απόδειξη μας παρέχεται... από την άχρηστη φανέρωση μιας σχολαστικής περιέργειας που εξάγεται με μια επιτηδευμένη επίδειξη της γλώσσας; Μια χαρά τον εξυπηρέτησε τον Θαλή τον Μιλήσιο [φιλόσοφος του 6ου π.Χ. αιώνα] όταν, σαν κοίταζε τα αστέρια καθώς βάδιζε... υπέστη την καταισχύνη να πέσει σ’ ένα πηγάδι... Το πέσιμό του, άρα, είναι μια μεταφορική εικόνα των φιλοσόφων· εκείνων, θέλω να πω, που επιμένουνε τις σπουδές τους σ’ έναν σκοπό μάταιο να εφαρμόζουν, μιας κι έχουν μια περιέργεια ανόητη για τα πράγματα της φύσης.
Αλλά αυτό δεν ήταν παρά ένα επιχείρημα που παρουσίασε ο Τερτυλλιανός, και ως έναν σημαντικό βαθμό το συγκρότησε από υλικά και από τη χρήση μεθόδων αντλημένων από την ελληνορωμαϊκή φιλοσοφική παράδοση. Υποστήριξε, επί παραδείγματι, ότι η ακριβής τακτικότητα τροχιακών κινήσεων των ουρανίων σωμάτων (σαφής αναφορά στις ανακαλύψεις των Ελλήνωναστρονόμων) υποδηλοί μια «υπέρτατη δύναμη» που κυριαρχεί πάνω τους· και εφόσον κυριαρχούνται δεν μπορούν, το δίχως άλλο, να είναι θεοί.  Επίσης εισήγαγε την «πεφωτισμένη άποψη του Πλάτωνα» προς επίρρωσιν του ισχυρισμού ότι το σύμπαν θα πρέπει να είχε μια αρχή και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να ομοιάζει με θεότητα· και σε αυτό και σε άλλα πονήματά του «θριαμβευτικά επιδεικνύει» τη μάθησή του (όπως το θέτει ένας από τους βιογράφους του) παραθέτοντας τα ονόματα ενός μεγάλου καταλόγου από άλλες αυθεντίες της αρχαιότητας11.
Ο Βασίλειος Καισαρείας (περίπου 330–379), εκπροσωπώντας έναν διαφορετικόν αιώνα και μια διαφορετική περιοχή του χριστιανικού κόσμου, αποκάλυψε παρόμοιες τάσεις προς τις κλασικές επιστήμες12. Εντόνως επιτέθηκε στους φιλοσόφους και τους αστρονόμους, ως εξής: «Πολλὰ περὶ φύσεως ἐπραγματεύσαντο οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοί, καὶ οὐδὲ εἷς παρ’ αὐτοῖς λόγος ἕστηκεν ἀκίνητος καὶ ἀσάλευτος, ἀεὶ τοῦ δευτέρου τὸν πρὸ αὐτοῦ καταβάλλοντος· ὥστε ἡμῖν μηδὲν ἔργον εἶναι τὰ ἐκείνων ἐλέγχειν· ἀρκοῦσι γὰρ ἀλλήλοις πρὸς τὴν οἰκείαν ἀνατροπήν. Οἱ γὰρ Θεὸν ἀγνοήσαντες, αἰτίαν ἔμφρονα προεστάναι τῆς γενέσεως τῶν ὅλων οὐ συνεχώρησαν, ἀλλ’ οἰκείως τῇ ἐξ ἀρχῆς ἀγνοίᾳ τὰ ἐφεξῆς συνεπέραναν. Διὰ τοῦτο οἱ μὲν ἐπὶ τὰς ὑλικὰς ὑποθέσεις κατέφυγον, τοῖς τοῦ κόσμου στοιχείοις τὴν αἰτίαν τοῦ παντὸς ἀναθέντες· οἱ δὲ ἄτομα καὶ ἀμερῆ σώματα, καὶ ὄγκους καὶ πόρους συνέχειν τὴν φύσιν τῶν ὁρατῶν ἐφαντάσθησαν. Νῦν μὲν γὰρ συνιόντων ἀλλήλοις τῶν ἀμερῶν σωμάτων, νῦν δὲ μετασυγκρινομένων, τὰς γενέσεις καὶ τὰς φθορὰς ἐπιγίνεσθαι· καὶ τῶν διαρκεστέρων σωμάτων τὴν ἰσχυροτέραν τῶν ἀτόμων ἀντεμπλοκὴν τῆς διαμονῆς τὴν αἰτίαν παρέχειν. Ὄντως ἱστὸν ἀράχνης ὑφαίνουσιν οἱ ταῦτα γράφοντες, οἱ οὕτω λεπτὰς καὶ ἀνυποστάτους ἀρχὰς οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ θαλάσσης ὑποτιθέμενοι. Οὐ γὰρ ᾔδεσαν εἰπεῖν, Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»13.
Αλλού έθεσε το ερώτημα γιατί θα έπρεπε να «Καὶ τί δεῖ πράγματα ἔχειν ἡμᾶς τὸ ψευδὲς αὐτῶν διελέγχοντας, οἷς ἐξαρκεῖ τὰς αὐτῶν ἐκείνων βίβλους ἀλλήλαις ἀντιπαραθέντας ἐν ἡσυχίᾳ πολλῇ θεατὰς αὐτῶν τοῦ πολέμου καθῆσθαι;»14.
Αλλά ενώ επιτίθετο στα λάθη της ελληνικής επιστήμης και φιλοσοφίας —και ό,τι δεν έβρισκε λανθασμένο το επέκρινε γενικώς ως άχρηστο— ο Βασίλειος συνάμα φανέρωνε μια συμπαγή βαθιά γνώση των περιεχομένων τους. Επιχειρηματολόγησε ενάντια στο πέμπτο στοιχείο του Αριστοτέλη, τον αιθέρα, την πεμπτουσία· ιστόρησε τη στωική θεωρία της κυκλικής κοσμολογικής εκπυρώσεως και αναδημιουργίας· επικρότησε ένθερμα εκείνους που χρησιμοποιούν τους νόμους της γεωμετρίας για να αρνηθούν τη δυνατότητα ύπαρξης πολλαπλών κόσμων (μια σαφής επιδοκιμασία του επιχειρήματος του Αριστοτέλη για τη μοναδικότητα του σύμπαντος)· περιγέλασε την πυθαγόρεια αντίληψη για τη μουσική των πλανητικών σφαιρών· και διακήρυξε το μάταιον της μαθηματικής αστρονομίας.
Ο Τερτυλλιανός, ο Τατιανός, και ο Βασίλειος έχουν έως τώρα παρουσιαστεί ως ξένοι προς την κλασική παράδοση, καθώς επιχειρούν να δυσφημίσουν και να καταστρέψουν ό,τι θεωρούσαν απειλή για τον ορθόδοξο χριστιανισμό. Βεβαίως κάποια στοιχεία της ρητορικής τους στηρίζουν μια τέτοια ερμηνεία, όπως όταν προσφεύγουν στην απλή πίστη ως εναλλακτική απέναντι στη φιλοσοφική λογική. Αλλά είναι ανάγκη να δούμε πέρα από τη ρητορική προς την όντως πρακτική· άλλο είναι να περιγελάς τις κλασικές επιστήμες και τα φιλοσοφικά συστήματα που ήσαν τα υποστυλώματά τους, ή και να διακηρύσσεις ότι είναι άχρηστες, και άλλο είναι να τις εγκαταλείπεις. Παρά τη χλεύη τους, ο Τερτυλλιανός, ο Βασίλειος, και άλλοι σαν αυτούς, καταπιάνονταν συνεχώς με σοβαρότατη φιλοσοφική επιχειρηματολογία, αντλώντας δάνεια από την ίδια την παράδοση που περιφρονούσαν. Δεν αποτελεί διαστρέβλωση των μαρτυριών το να τους δούμε ως μέλη αυτής της παράδοσης, καθώς προσπαθούν να διαμορφώσουν μια εναλλακτική φιλοσοφία θεμελιωμένη σε χριστιανικές αρχές — δίχως να αντιτίθενται στο εγχείρημα της φιλοσοφίας εν γένει αλλά σε συγκεκριμένες φιλοσοφικές αρχές που τις θεωρούσαν εσφαλμένες και επικίνδυνες.
Ο πλέον επιδραστικός από τους Πατέρες της εκκλησίας και αυτός που με τον πιο ισχυρό τρόπο διαμόρφωσε την κωδικογράφηση των χριστιανικών στάσεων απέναντι στη φύση ήταν ο Αυγουστίνος Ιππώνος (354–430). Όπως οι προκάτοχοί του, έτσι και ο Αυγουστίνος είχε σοβαρές επιφυλάξεις για την αξία της κλασικής φιλοσοφίας και επιστήμης και τη νομιμότητα των επιδιώξεών τους. Αλλά η επικριτική διάθεση απαλύνθηκε και μετριάστηκε από μια αναγνώριση, τόσο στα λόγια όσο και επί του πρακτέου, των νόμιμων χρήσεων στις οποίες μπορεί να τεθεί η γνώση του σύμπαντος κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της θρησκευτικής χρησιμότητας. Συνελόντι ειπείν, ο Αυγουστίνος παρότι δεν αφοσιώθηκε στην προώθηση των επιστημών, συνάμα δεν τις φοβήθηκε στις παγανιστικές τους εκδοχές όσο οι προκάτοχοί του.
Σκόρπιες στο σύνολο των πολυσέλιδων γραπτών υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την παγανιστική φιλοσοφία και τον επιστημονικό της συνεργάτη, καθώς και παραινέσεις προς τους χριστιανούς να μην υπερεκτιμήσουν τη φιλοσοφία και την επιστήμη. Στο Εγχειρίδιον διαβεβαίωνε τον αναγνώστη του ότι δεν υπάρχει ανάγκη να στενοχωριέται εάν οι χριστιανοί είναι αδαείς ως προς τις ιδιότητες και τον αριθμό των βασικών στοιχείων της φύσης, ή ως προς την κίνηση, την τάξη, και τις εκτροπές των αστέρων, τον χάρτη των ουρανών, τα είδη και τη φύση των ζώων, των φυτών, των πηγών, των ποταμών, και των βουνών... Για τον χριστιανό είναι αρκετό να πιστεύει ότι η αιτία όλων των δημιουργηθέντων πραγμάτων... είναι... η καλοσύνη του Δημιουργού15.
Στο Περί χριστιανικής διδασκαλίας, ο Αυγουστίνος σχολίασε την αχρηστία και το μάταιον των γνώσεων σχετικά με την αστρονομία:
Μολονότι η διαδρομή του φεγγαριού... γνωστή είναι σε πολλούς, υπάρχουν ελάχιστοι μονάχα που γνωρίζουν καλά την ανατολή ή τη δύση ή άλλες κινήσεις των υπόλοιπων αστέρων δίχως πλάνη. Γνώση τέτοιας λογής από μόνη της, καίτοι δεν συνδέεται με την όποια δεισιδαιμονία, λίγη χρήση έχει στην πραγμάτευση των Αγίων Γραφών και την παρεμποδίζει μάλιστα μέσα από την άκαρπη μελέτη· και καθόσον συνδέεται με το επιβλαβέστατο σφάλμα της μάταιης [αστρολογικής] πρόβλεψης είναι προσήκον και ενάρετο να την καταδικάσουμε16.
Και τέλος, στις Εξομολογήσεις του υποστήριξε ότι «Το ίδιο κίνητρο [η περιέργεια του κόσμου], ωθεί τους ανθρώπους να ερευνούν τις λειτουργίες της φύσης [...] η γνώση των οποίων μας είναι άχρηστη, κι όμως οι επιστήμονες κυνηγούν τη γνώση για χάρη της γνώσης»17. Η γνώση για τη γνώση είναι δίχως αξία και, συνεπώς, οφείλουμε να την αποκηρύξουμε.
Αλλά, για μια ακόμα φορά, αυτή δεν είναι ολόκληρη η ιστορία. Οι χριστιανοί φιλόσοφοι της περιόδου των Πατέρων μπορεί να μην εκτιμούσαν τη φιλοσοφία ή τις επιστήμες για την εσωτερική τους αξία, αλλά δεν μπορούμε από αυτό να συμπεράνουμε ότι αρνούνταν στις επιστήμες κάθε εξωτερική αξία. Για τον Αυγουστίνο, η γνώση των φυσικών φαινομένων αποκτούσε αξία και νομιμότητα εφόσον υπηρετούσε άλλους, υψηλότερους σκοπούς. Ο πιο σημαντικός σκοπός εν προκειμένω είναι η ερμηνεία της Βίβλου, μιας που η άγνοια των μαθηματικών και της φυσικής ιστορίας (της ζωολογίας και της φυτολογίας) μας καθιστά ανήμπορους να συλλάβουμε την κυριολεκτική σημασία της Γραφής. Επί παραδείγματι, μονάχα εάν γνωρίζουμε τα περί των ερπετών θα αντιληφθούμε το νόημα της βιβλικής νουθεσίας «γίνεσθε οὗν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί» (Κατά Ματθαίον, 10:16). Ο Αυγουστίνος επίσης παραδέχτηκε ότι τμήματα της παγανιστικής γνώσης, όπως η ιστορία, η διαλεκτική, τα μαθηματικά, οι τέχνες της μηχανικής, και «διδασκαλίες που αφορούν στις σωματικές αισθήσεις», συμβάλλουν στις αναγκαιότητες της ζωής18.
Στο Σχόλια στη Γένεση, όπου έθεσε σε χρήση καλή τη δική του επιβλητική γνώση της ελληνικής κοσμολογίας και φυσικής φιλοσοφίας, ο Αυγουστίνος εξέφρασε απογοήτευση για την άγνοια μερικών χριστιανών:
Ακόμα και ένας που δεν είναι χριστιανός γνωρίζει κάτι περί γης, ουρανών, και των άλλων στοιχείων σε τούτον τον κόσμο, περί της κινήσεως και της τροχιάς των αστέρων, ακόμα και περί του μεγέθους και των σχετικών θέσεων, περί των προβλέψιμων εκλείψεων του ηλίου και της σελήνης, του κύκλου των ετών και των εποχών, περί του είδους των ζώων, των θά- μνων, των λίθων, και ούτω καθεξής, και σε τούτη τη γνώση εμμένει, καθώς σίγουρος είναι μέσα από τη λογική και την εμπειρία. Το λοιπόν, είναι ατιμωτικό και επικίνδυνο πράγμα ένας άπιστος [ένας που δεν είναι χριστιανός] να ακούει έναν χριστιανό... να λέει ανοησίες σχετικά με τα θέματα αυτά· και θα πρέπει όλα τα μέτρα μας να λάβουμε για ν’ αποτρέψουμε μια τέτοια οχληρή κατάσταση όπου οι άλλοι διαπιστώνουν μια αχανή άγνοια σ’ έναν χριστιανό και με χλεύη γελάνε εναντίον του19.
Εφόσον ζητούμε φιλοσοφική ή επιστημονική γνώση των φυσικών φαινομένων — και ο Αυγουστίνος είναι βέβαιος ότι ζητούμε— οφείλουμε να την πάρουμε από τους ανθρώπους που την κατέχουν: «Εάν αυτοί που φιλόσοφους τους λέμε, ιδίως οι πλατωνικοί, έχουν πει πράγματα που πράγματι είναι αληθή και είναι με την πίστη μας ταιριαστά, να μην τα φοβούμαστε· θα πρέπει, καλύτερα, αυτά που έχουν εκείνοι πει να τα πάρουμε εμείς, σαν από άδικους προκάτοχους, και να τα μετατρέψουμε για χρήση δική μας»20. Όλη η αλήθεια είναι εν τέλει αλήθεια του Θεού, ακόμα κι αν βρίσκεται στα βιβλία παγανιστών συγγραφέων· και θα πρέπει να την κατακτήσουμε και να τη χρησιμοποιήσουμε δίχως δισταγμούς.
Κατά την επιδραστική άποψη του Αυγουστίνου, λοιπόν, η γνώση των πραγμάτων του κόσμου τούτου δεν είναι νόμιμος σκοπός αφεαυτής, αλλά ως μέσον για άλλους σκοπούς είναι απαραίτητη. Οι κλασικές επιστήμες οφείλουν να δεχτούν μια δευτερεύουσα θέση ως θεραπαινίδες της θεολογίας και της θρησκείας — το εφήμερο που υπηρετεί το αιώνιο. Η γνώση που περιέχεται στις κλασικές επιστήμες δεν είναι για να την αγαπήσουμε, αλλά μπορούμε ενδεχομένως να τη χρησιμοποιήσουμε νομίμως. Αυτή η στάση απέναντι στην επιστημονική γνώση έμελλε να υπερισχύσει στη διάρκεια του Μεσαίωνα και επιβίωσε για τα καλά στη νεωτερική περίοδο. Η θεραπαινίδα επιστήμη του Αυγουστίνου έτυχε ρητής και διά μακρών υπερασπίσεως, φέρ’ ειπείν, τον δέκατο τρίτο αιώνα από τον Ρογήρο Βάκωνα [Roger Bacon], του οποίου η υπεράσπιση της χρήσιμης γνώσης συνέβαλλε στη μεγάλη του φήμη ως ενός από τους ιδρυτές της πειραματικής επιστήμης21.
Άραγε το να προικίζουμε την επιστημονική γνώση με τη θέση θεραπαινίδος συνιστά σοβαρό χτύπημα ενάντια στην επιστημονική πρόοδο; Άραγε έχουν δίκιο οι επικριτές της πρώιμης εκκλησίας να τη θεωρούν τον αντίπαλο της αυθεντικής επιστήμης; Θα ήθελα να απαντήσω με τρία σημεία. 1ον: Είναι βεβαίως αληθές ότι οι Πατέρες της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας δεν αντιλαμβάνονταν την υποστήριξη των κλασικών επιστημών ως μείζονα υποχρέωση. Οι επιστήμες αυτές δεν αποτελούσαν μεγάλη προτεραιότητα για τους Πατέρες της εκκλησίας, για τους οποίους οι μείζονες μέριμνες ήσαν (και ορθά γι’ αυτούς) η καθιέρωση του χριστιανικού δόγματος, η υπεράσπιση της πίστης, και η διαπαιδαγώγηση των πιστών. Αλλά, 2ον, το μικρή ή μέτρια προτεραιότητα απείχε μακράν από το μηδενική προτεραιότητα. Σε όλον τον Μεσαίωνα και για πολύ στη νεωτερική περίοδο η διατύπωση/συνταγή περί θεραπαινίδος επιστρατεύτηκε αναρίθμητες φορές για να αιτιολογήσει την έρευνα της φύσης. Πράγματι, ορισμένα από τα πιο εκθειασμένα επιτεύγματα της δυτικής επιστημονικής παράδοσης έγιναν από θρησκευόμενους λογίους που δικαιολόγησαν τον μόχθο τους (εν μέρει, αν μη τι άλλο) επικαλούμενοι την περί θεραπαινίδος διατύπωση/συνταγή. 3ον: Κανένας θεσμός και καμία πολιτισμική δύναμη στην περίοδο των Πατέρων δεν πρόσφερε περισσότερη ενθάρρυνση για την έρευνα της φύσης από ό,τι η χριστιανική εκκλησία. Ο παγανιστικός πολιτισμός δεν έδειχνε μεγαλύτερη εύνοια προς την ανιδιοτελή εικοτολογία σχετικά με τον σύμπαντα κόσμο απ’ όσο έδειχνε ο χριστιανικός πολιτισμός. Εξυπακούεται ότι η παρουσία της χριστιανικής εκκλησίας ενίσχυσε μάλλον, παρά ανέσχεσε την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών.
Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τον Τερτυλλιανό και τη λυσσαλέα εναντίωσή του στις κλασικές επιστήμες. Άραγε δεν εκπροσωπούσε μια δυνατή ομάδα διαπρύσιων αντιπάλων των κλασικών επιστημών; Όχι, όπως μας αποκαλύπτουν τα ιστορικά αρχεία. Πρέπει να μοχθήσει πολύ κανείς για να ανακαλύψει συναφείς παραγράφους στα γραπτά του Τατιανού, του Βασιλείου, και άλλων, που να διασύρουν την κλασική φιλοσοφία. Και ακόμα και στη ρητορική τους βρίσκονταν κάμποσα ντεσιμπέλ κάτω από του Τερτυλλιανού· επιπροσθέτως, η εναντίωσή τους ήταν προς πλευρές της κλασικής παράδοσης που είχε μικρή σχέση με τις κλασικές επιστήμες. Πλήθος Πατέρων της εκκλησίας και οι αντίστοιχοί τους στους μετέπειτα αιώνες πάλεψαν με πλευρές της κλασικής φιλοσοφίας, επιχειρώντας να τη συμφιλιώσουν με τις βιβλικές διδαχές και την ορθόδοξη χριστιανική θεολογία· αλλά ως προς τις κλασικές επιστήμες, η μεγάλη πλειονότητα συμφώνησε με τον Αυγουστίνο: να προσεγγίσετε τις κλασικές επιστήμες με προσοχή· να τις φοβάστε εάν υποχρεούσθε αλλά βάλτε τις να δουλέψουν ως οι θεραπαινίδες της χριστιανικής φιλοσοφίας και θεολογίας εάν μπορείτε. Έτσι λοιπόν, για να το θέσουμε ευθέως, οι λόγιοι που επιθυμούσαν να δείξουν χριστιανική εχθρότητα προς τις κλασικές επιστήμες στήριζαν την υπόθεσή τους στον Τερτυλλιανό επειδή ήταν το μόνον συναφές, επαρκώς εχθρικό, πειστήριο. Η γεμάτη έγνοια φωνή του Αυγουστίνου υπερίσχυσε ως προς την πρακτική των επιστημών από την περίοδο των Πατέρων στον Μεσαίωνα, και μετά.
Άραγε ο Αυγουστίνος εφάρμοζε όσα κήρυσσε; Το ότι έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε γίνεται φανερό στο έργο του Σχόλια στη Γένεση, όπου προσέφερε μια στίχο το στίχο ερμηνεία της βιβλικής περιγραφής της δημιουργίας όπως εμφανίζεται στα πρώτα τρία κεφάλαια της Γενέσεως. Στα έργα της ωριμότητάς του ο Αυγουστίνος χρησιμοποίησε αφειδώς τις φυσικές επιστήμες της κλασικής παράδοσης προκειμένου να ερμηνεύσει λεπτομερώς την ιστορία της δημιουργίας. Εδώ συναντούμε ελληνορωμαϊκές ιδέες σχετικά με την αστραπή, τον κεραυνό, τα σύννεφα, τον άνεμο, τη βροχή, τη δρόσο, το χιόνι, τον παγετό, τις θύελλες, τις παλίρροιες, τα φυτά και τα ζώα, την ύλη και τη μορφή, τα τέσσερα στοιχεία, τη θεωρία του φυσικού τόπου, τις εποχές, τον χρόνο, τις φάσεις της σελήνης, την αστρολογική επίδραση, την ψυχή, την αισθαντικότητα, τον ήχο, το φως και τη σκιά, και τη θεωρία των αριθμών. Μ’ όλη την ανησυχία του σχετικά με την υπερεκτίμηση της ελληνικής επιστημονικής/ φιλοσοφικής παράδοσης, ο Αυγουστίνος και άλλοι σαν αυτόν εφάρμοσαν την ελληνορωμαϊκή φυσική ιστορία με μια ροπή προς την ερμηνεία των βιβλικών εδαφίων. Οι επιστήμες δεν είναι για να αγαπιούνται, αλλά για να χρησιμοποιούνται. Αυτή η στάση προς την επιστημονική γνώση έμελλε να ανθίσει σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα και για τα καλά στη νεωτερική περίοδο. Εάν δεν υπήρχε η εξέλιξη αυτή, οι Ευρωπαίοι του Μεσαίωνα το δίχως άλλο θα είχαν λιγότερες επιστημονικές γνώσεις, και όχι περισσότερες.

Σημειώσεις
1 Charles Freeman, The Closing of the Western Mind: The Rise of Faith and the Fall of Reason (Knopf, 2003), xviii-xix.
2 Βλ. Πέδρο Γκάλβεθ, Υπατία – Η Γυναίκα που αγάπησε την Επιστήμη (μτφρ. Λήδα Παλλαντίου, εκδ. Μεταίχμιο, 2006). (Σ.τ.Μ.)
3 Ό.π., σ. 191. (Σ.τ.Μ.)
4 Ο B. L. Van der Waerden (1903–1996) ήταν Ολλανδός μαθηματικός και ιστορικός των μαθηματικών. (Σ.τ.Μ.)
5 Ο Martin Bernal (1937) είναι Βρετανός ιστορικός και συγγραφέας, γνωστός για το πολυσυζητημένο πόνημά του Μαύρη Αθηνά. (Σ.τ.Μ.)
6 Maria Dzielska, Hypatia of Alexandria, μτφρ. F. Lyra (Harvard University Press, Κέιμπριτζ, Μασα- χουσέτη, 1995), σ. 2 (Τόλαντ), σ. 11 (θανάσιμο χτύπημα), σ. 19 (Γκίμπον), σ. 25 (Βαν ντερ Βέρντεν), σ. 26 (Μπερνάλ). Είμαι ευγνώμων προς τον Ρον Νάμπερς για τη βοήθειά του στη συγκέντρωση υλικού σχετικά με την Υπατία.
7 Βλέπε Maria Dzielska, Υπατία η Αλεξανδρινή, μτφρ. Γιώργος Κουσουνέλος, εκδ. Ενάλιος 1997. (Σ.τ.Μ.)
8 Dzielska, Hypatia, ό.π.
9 Προς Κολoσσαείς, 2:8.
10 Προς Κορινθίους Α ́, 3:18-19.
11 Timothy David Barnes, Tertullian: A Historical and Literary Study, αναθεωρημένη έκδοση (Claren- don Press, Οξφόρδη, 1985), σ. 196.
12 Emmanuel Amand de Mendieta, “The Official Attitude of Basil of Caesarea as a Christian Bishop to- wards Greek Philosophy and Science”, εις The Orthodox Churches and the West, επ. Derek Baker (Black- well, Οξφόρδη, 1976), σσ. 38, 31, και 37.
13 Basil, Homilies on the Hexameron, εις A Select Library of Nicene and Post-Nicene Fathers of the Christian Church, σειρά 2, επ. Philip Schafff και Henry Wace,
14 τόμοι (Christian Literature Co., Νέα Υόρκη, 1890–1900) [Μέγας Βασίλειος, Ομιλία εις την Εξαήμερον, Ομιλία α ́, ΙΙ (Σ.τ.Μ.)] . 14 Ό.π., 8:70.
15 Αυγουστίνος, Confessions and Enchiridion, μτφρ. Albert C. Outler (Westminster, Φιλαδέλφεια, 1955), 341-42.
16 Αυγουστίνος, On Christian Doctrine, μτφρ. D. W. Robertson, Jr (Bobbs-Merrill, Ιντιανάπολις, 1958), 65-66.
17 Αυγουστίνος, Confessions, μτφρ. F. J. Sheed (Sheed and Ward, Νέα Υόρκη 1942), σ. 201 [Εξομολο­ γήσεις, μτφρ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Δεύτερος Τόμος, σ. 135, εκδ. Πατάκης, 1999 (Σ.τ.Μ.)
18 Αυγουστίνος, On Christian Doctrine, σ. 74.
19 Αυγουστίνος, Literary Commentary on Genesis, μτφρ. John Hammond Taylor, S. J., εις Ancient 20 Αυγουστίνος, On Christian Doctrine, σ. 75.
21 Christian Writers: The Works of the Fathers in Translation, επ. Johannes Quasten, W. J. Burghardt, και T. C. Lawler, τόμοι 41-42 (Newman, Νέα Υόρκη, 1982), σσ. 42-43. 20 Αυγουστίνος, On Christian Doctrine, σ. 75.
21 Για τον Βάκωνα, βλέπε David C. Lindberg, “Science as Handmaiden: Roger Bacon and the Patris- toc Tradition”, Isis 78 (1987): 518-36.

*Ολόκληρο το 1o κεφάλαιο από το νέο βιβλίο Ο Γαλιλαίος στη φυλακή  Μύθοι για την επιστήμη και τη θρησκεία, εκδ. λογεῖον.

πηγή: Αντίφωνο http://www.antifono.gr/portal/