Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010




Ήρθα να σε πάρω σπίτι
έλα ψυχούλα μου
πολύ που βασανίστηκες ως τώρα
όλα σου τα χαμόγελα πέσαν στα χέρια σου
κι έγιναν ρυτίδες
κίτρινες γραμμές απ’τα τσιγάρα
και μαύρες φυλακές
όμως τώρα
σπίτι ήρθα να σε πάρω…

δώσε μου το βλέμμα σου
είχες μια λέξη κάποτε
στ’ακροδάχτυλά σου
εμπιστοσύνη
στην αυλή με τις άγριες τριανταφυλλιές
την έθαψες
αιώνες πριν
πάμε λοιπόν
να την αναστήσουμε μαζί
πάμε
δώσε μου το πρώτο σου βλέμμα
δώσε μου το στήθος σου
κι ήρθα απόψε
να σε πάρω σπίτι…

 κι αν φοβάσαι
το επόμενο βήμα σου
πως δεν θα΄ναι σταθερό
και δεν θα σε κρατήσει
είμαι εγώ απόψε εδώ
για σένα ήρθα
και τα σκοτάδια χάνονται
ο φόβος καταργείται απόψε
γιατί
ήρθα να σε πάρω

να σε πάρω σπίτι…

δεκ10

 Home is where the light is
  Claudiu Guraliuc

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010


Το κελί

Βρέθηκα σε κείνο το σκοτεινό υπόγειο, περπατούσα σε ένα στενό τούνελ κι είχα δύσπνοια. Οι τοίχοι στάζαν απ'την υγρασία, το πάτωμα γεμάτο μικρές λιμνούλες. Το φως ήταν ελάχιστο και αγνοούσα την πηγή του. Ήταν ωστόσο αρκετό για να μπορώ να προχωρώ με κάποια σχετική ασφάλεια. Μα η δύσπνοια χειροτέρευε και άρχιζε να την συνοδεύει σύντομα και ο φόβος.
Τι γύρευα εδώ, τι ήταν εδώ, που θα με οδηγούσε αυτός ο υπόγειος λαβύρινθος;
Ξαφνικά, στα δεξιά μου, το σκηνικό άλλαξε. Μια σειρά από κάγκελα χωμένα αριστερά και δεξιά στους τοίχους έφραζαν το στόμιο κάποιας εισόδου, μιας φυλακής. Πλησίασα περισσότερο. Ο χώρος βρομούσε ξεραμένα ούρα, η δύσπνοιά μου χειροτέρευε και το φως ήταν ακόμη πιο λιγοστό. Όταν τα μάτια μου συνήθισαν, διέκρινα κάποια φιγούρα ανθρώπου πίσω απ'τα κάγκελα. Στην αρχή τρόμαξα μα ύστερα η περιέργεια έγινε πιο ισχυρή και πλησίασα ώσπου ακούμπησα στα κάγκελα. Ναι, υπήρχε ένας άνθρωπος εκεί μέσα, βυθισμένος στο σκοτάδι, καθισμένος σε μια ρυπαρή κουβέρτα στο χώμα, διπλωμένος σχεδόν, ήταν αδύνατο να ξεχωρίσω αν ήταν άντρας ή γυναίκα, νέος ή γέρος. Δεν χρειάστηκε να μιλήσω, μου μίλησε πρώτα αυτό, ό,τι κι αν ήταν. Και όταν άκουσα τη φωνή, με έλουσε κρύος ιδρώτας.
Ήταν η δική μου φωνή!
- Ήρθες λοιπόν! Αλληλούια!, ήταν οι πρώτες λέξεις και τα γόνατά μου έτρεμαν. Ήμουν εγώ που μιλούσα σε μένα; Κάποιο χοντρό αστείο; Κάποια φάρσα;
- Δεν είναι φάρσα!, πήρα την απάντηση. "Αυτός" διάβαζε τη σκέψη μου...
- Ποιος... πήγα να ρωτήσω μα η φράση μου έμεινε μισή. Η φιγούρα σηκώθηκε, στάθηκε όρθια, με πλησίασε. Στο τρεμουλιαστό φως από την άγνωστη πηγή αναγνώρισα με τρόμο... εμένα!
- Πολύ σωστά, είμαι εσύ!, είπε το ομοίωμά μου και με κοίταξε ολόισια στα μάτια. Πήγαινα να χάσω το μυαλό μου, το θέαμα του ειδώλου μου δοκίμαζε το νου μου. Τι στο διάβολο συνέβαινε εδώ πέρα; Που ήμουν; Τι παιγνίδι παιζόταν;
- Ηρέμησε!, με πρόσταξε "εκείνος". Όλα τα ερωτήματα έχουν απαντήσεις. Μα, εσύ δεν ξέρεις να ακούς. Θα μάθεις. Κι εγώ δεν ήξερα, εδώ όμως έμαθα...
Το ομοίωμά μου πλησίασε κι άλλο, ήταν τώρα ακριβώς πίσω απ'τα κάγκελα, μας χώριζαν μόνο αυτά τα σίδερα. Και μπόρεσα να δω τα μάτια του, μέσα στα μάτια του, μπόρεσα να μυρίσω την ανάσα του, να αισθανθώ τους παλμούς του κορμιού του, τις δονήσεις της αύρας του. Λίγο ακόμη και θα σωριαζόμουν λιπόθυμος, η δυσκολία μου να αναπνεύσω είχε προχωρήσει.
- Αναρωτιέσαι τι γυρεύεις εδώ; Πολύ σωστά αναρωτιέσαι. Η μόνη σωστή ερώτηση της ζωής σου!, είπε "αυτό" και άνοιξε το στόμα του να μου χαμογελάσει. Όλα του τα δόντια ήταν χαλασμένα, η μπόχα που αναδύθηκε ήταν αφόρητη.
- Τα δόντια μου είναι σάπια, είπε και δε σταμάτησε να μου τα εκθέτει. Ολόκληρος είμαι σάπιος. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τους νεκρούς... είπε πάλι και άρχισε να γελάει, να τραντάζεται από τα γέλια που προκαλούσαν έναν τρομερό αντίλαλο στο υγρό υπόγειο και οι τοίχοι επέστρεφαν τούτο το βροντώδη σαρκασμό εκατονταπλάσιο.
Έκλεισα τα αυτιά μου με τα χέρια μου, γονάτισα, άρχισα να κλαίω. Σε λίγο τα γέλια σταμάτησαν, σήκωσα το κεφάλι μου, τα κάγκελα είχαν εξαφανιστεί, το ομοίωμά μου στεκόταν λίγο πιο κει και τώρα δε γελούσε πια.
Κατέβασα τα χέρια μου αλλά τώρα ένας φριχτός πονοκέφαλος με σφυροκοπούσε ανελέητα.
Εφιάλτης, ναι, αυτό είναι, ένας ζωντανός, ολοζώντανος εφιάλτης! Θα περάσει, θα τελειώσει, όλοι οι εφιάλτες τελειώνουν!
- Όχι αυτός, πίστεψέ με φιλαράκο μου, όχι ΑΥΤΟΣ!, ήταν η απάντησή του. Γιατί αυτός είναι ο εφιάλτης που έχει αφιερωθεί αποκλειστικά σε σένα. Απαιτήθηκαν τεράστια ποσά ενέργειας για να κατασκευαστεί, μην τα θεωρείς όλα τόσο εύκολα! Απόλαυσέ τον λοιπόν και άκουσε, ΑΚΟΥΣΕ ΜΕ! με διέταξε και με ανάγκασε να τον κοιτάξω στα μάτια.
Δεν το άντεχα τούτο το βλέμμα. Ήταν γεμάτο μια μοχθηρή νοημοσύνη, μια ανεξήγητη παράνοια κι ύστερα τον άκουσα πάλι να μιλάει.
- Κι ό,τι είχα αρχίσει να χάνω την υπομονή μου αδελφέ! Δόξα όμως στις Δυνάμεις. Η Ιεραρχία δηλαδή, αυτή το αποφάσισε. Γιατί; Δεν ξέρω ούτε με ενδιαφέρει να μάθω. Κείνο που με διέταξαν είναι να σε φέρω ως εδώ, να μείνεις για λίγο μαζί μου, να σου πω ό,τι είναι να σου πω και μετά... θέλεις να μάθεις τι θα γίνει μετά;
Κούνησα το κεφάλι μου ξεψυχισμένα. Ζαλιζόμουν, η μπόχα απ'τα μπαγιάτικα ούρα έμπαινε σα δηλητήριο στα πνευμόνια μου, ανάσαινα πια με τρομερή προσπάθεια. Δεν άντεχα άλλο να τον βλέπω, έσκυψα το κεφάλι μου και ευχόμουν το μαρτύριό μου σύντομα να τελειώσει.
- Λοιπόν, είναι απλό. Σε λίγο, πολύ λίγο δηλαδή, θα πέσεις λιπόθυμος, αναίσθητος, 'τέζα' που λένε. Βλέπεις, είσαι ασυνήθιστος για τόσο... βαριά κλίματα, μα θα στρώσεις. Θες δε θες, σ'αρέσει δε σ'αρέσει. Γιατί, το συναρπαστικότερο της αποψινής βραδιάς δε στο αποκάλυψα ακόμη!
Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα πάλι.
- Τι βλέπεις εδώ γύρω; Τι να δεις θα μου πεις! Πρόκειται για ένα σκοτεινό, υγρό και άθλιο μπουντρούμι, αυτό ακριβώς είναι. Και έζησα εδώ μέσα αμέτρητα χρόνια, ούτε πια θυμάμαι πόσα. Με καταχώνιασαν εδώ μέσα οι Δυνάμεις, δε μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ο μόνος τρόπος να γλιτώσω ήταν αυτό που έγινε απόψε! Να εμφανιστείς εσύ και... να πάρεις τη θέση μου!
Άρχισε να γελάει πάλι το σφυροκόπημα έγινε φριχτό, λίγο ακόμη και ένιωθα πως το κρανίο μου θα τιναζόταν στον αέρα.
- Καλή θητεία λοιπόν αδερφέ μου, είπε και σηκώθηκε να περάσει από πάνω μου.
Ξαφνικά, όλες μου οι αισθήσεις βρέθηκαν σε ένα πρωτόγνωρο συναγερμό. Ο τύπος αυτός μου έστρωνε το χαλί για τον τάφο κι εγώ θα έμενα εκεί κάτω, αδρανής, σα σκυλί που γλείφει το μαστίγιο του αφέντη του; Με μια ύστατη επίκληση όλων των δυνάμεών μου, πετάχτηκα όρθιος, τον άρπαξα απ'τη μέση, τον έριξα κάτω και αρχίσαμε να παλεύουμε.
- Ηλίθιε, τι κάνεις; ούρλιαζε και δεν καταλάβαινα γιατί κοιτούσε έντρομος στην είσοδο της φυλακής. Γύρισα να κοιτάξω κι εγώ και αυτό μου κόστισε μια δυνατή γροθιά στο δεξί κρόταφο που παρά λίγο να με αφήσει αναίσθητο. Άρχισα να ματώνω και καθώς έφτυνα ένα σπασμένο δόντι κατάλαβα γρήγορα τι κοιτούσε ο σωσίας μου με τόσο τρόμο. Η συνειδητοποίηση του τι μας περίμενε δεν μείωσε καθόλου την μαχητικότητά μου. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να κάνει βουτιά και να ριχτεί έξω απ'το κελί, τον άρπαξα απ'το πόδι και τον ξάπλωσα καταγής. Τον έσυρα προς τα μένα και παρότι δέχθηκα δυο τρεις δυνατές κλωτσιές, δεν κατάφερε να μου ξεφύγει.
- Όχι, όχι! φώναζε αλλά δεν τον έσωζαν τα ουρλιαχτά. Σε λίγο, ήταν αργά, πολύ αργά και για τους δυο μας. Τα κάγκελα που είχαν εξαφανιστεί, είχαν υλοποιηθεί ξανά. Το κατάλαβα καθώς παλεύαμε αλλά δεν προσπάθησα να ξεφύγω.
- Γιατί μου το έκανες αυτό; ΓΙΑΤΙ; ΓΙΑΤΙ; φώναζε αλλά ήταν κραυγές απόγνωσης περισσότερο παρά μίσους. Ξέρεις πότε θα ανοίξει πάλι η Πύλη ηλίθιε; Ξέρεις; συνέχισε να ξεφωνίζει και αποφάσισα να του δώσω λίγο χρόνο μέχρι να ηρεμήσει. Εγώ, περιέργως, ήμουν σε εξαιρετική φόρμα. Η πάλη μου είχε κάνει πολύ καλό και αισθανόμουν μια χαρά. Ούτε δύσπνοια, ούτε πονοκέφαλος, ούτε πια τα κατουρλιά με ενοχλούσαν. "Αυτός" όμως είχε γίνει ράκος, ένα ανθρώπινο κουρέλι, τώρα τον έβλεπα συρρικνωμένο σε μια γωνιά να κλαίει με αναφιλητά.
Ύστερα από λίγη ώρα τον πλησίασα και κάθισα κοντά του. Δεν έκλαιγε πια αλλά ανάσαινε βαριά. Μάλλον είχε δύσπνοια και ίσως να τον ταλαιπωρούσε κάποιος πονοκέφαλος.
Άρχισα να γελάω, να γελάω τρανταχτά, να βομβαρδίζω τους σκοτεινούς τοίχους του κελιού μου με τον ήχο απ'τα γέλια μου...


-2000-

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010



OVERMINDER


Τι θα κάνεις φίλε;
Τι θα κάνεις με το Χρόνο;

Τι θα κάνεις φίλε;
Τι θα κάνεις με το όνειρο;

Τι θα κάνεις λοιπόν;
Τι θα κάνεις με το σκοτάδι;

Τι θα κάνεις, πες μου
Τι θα κάνεις με τη μουσική;

Τι θα κάνεις φίλε;
Τι θα κάνεις με το Χρόνο;



Έρποντας...

Β
ρίσκομαι μέσα στο συνοικιακό μαγαζάκι με τα ανδρικά ρούχα και περιμένω επί δύο λεπτά και τριάντα έξι δευτερόλεπτα κάποιον να με εξυπηρετήσει. Τελικά εμφανίζεται ένας νεαρός υπάλληλος γυμνός από τη μέση και πάνω, ξυπόλητος και φορώντας ένα δυσανάλογα μακρύ σορτς. Στο γυμνό του στήθος εμφανίζεται ξαφνικά με τεράστια κόκκινα γράμματα ένα παλλόμενο μήνυμα που με πληροφορεί: "ΕΙΜΑΙ ΤΥΠΟΣ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΓΡΗΓΟΡΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ". Το δεξί μπατζάκι του τεράστιου σορτς του είναι μωβ και το αριστερό λαχανί. Από την αριστερή του τσέπη ξεπροβάλλει με χάρη ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Τα πέλματά του είναι κατάμαυρα από την λίγδα και τα μαλλιά του είναι άναρχα και άπλυτα. Με πλησιάζει με έναν αλλόκοτο βηματισμό, σαν να καλπάζει στον αέρα και όταν φτάνει στο ένα μέτρο ανοίγει το στόμα του και μου λέει: "My name is Overminder, what's yours?". Ξαφνικά, ξεσπάει σε βροντερά χαχανητά που μου προκαλούν ρίγη και την στιγμή που εξαφανίζεται από μπροστά μου ακούγεται ένας τρομακτικός θόρυβος και αρχίζει το κτήριο να γκρεμίζεται ολόγυρά μου. Πέφτω κάτω και προστατεύω με τα χέρια μου το κεφάλι μου ενώ περνούν ακριβώς τριακόσια πενήντα δευτερόλεπτα πριν σηκώσω το βλέμμα μου ξανά και διαπιστώσω ότι βρίσκομαι πια σε ένα στενόμακρο και ημισκότεινο τούνελ. Ξεσκονίζοντας τους σοβάδες από το πουκάμισο και το κεφάλι μου, διακρίνω στο βάθος ένα γλυκό πορτοκαλί φως ενώ άξαφνα δεξιά μου εμφανίζεται ένας ροζ, τεράστιος αρουραίος, με το ένα του πόδι πιο κοντό από τα υπόλοιπα και έχοντας δεμένη στο κεφάλι του μια μικρή σημαιούλα της Αργεντινής. Με πλησιάζει και ανοίγοντας το απαίσιο στόμα του, μου λέει:
            "Θέλεις είκοσι χρόνια για να περάσεις στον Κόσμο των Αθέατων Νερουλών Ψυχών κι εσύ δεν βλέπεις παρά μονάχα πορτοκαλί φώτα!".
            Υστερα κάνει μεταβολή και με απίστευτη χάρη απομακρύνεται ενώ από το πουθενά ακούγεται ο σκοπός από ένα ταγκό και ο ροζ αρουραίος αρχίζει να λικνίζεται συντονίζοντας επιδέξια τα κουτσά του βήματα με τον υπέροχο ρυθμό. Διαπιστώνω ότι το ταγκό με έχει υπνωτίσει σχεδόν ενώ προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω όσα ήθελε να μου πει. Είμαι ακόμα μέσα στο κλειστοφοβικό αυτό περιβάλλον και αρχίζω να σέρνομαι προς το υπέροχο πορτοκαλί φως που όσο το πλησιάζω, γίνεται πιο έντονο, πάλλεται με απόκοσμη ομορφιά και έχω την απίστευτη βεβαιότητα ότι είναι ζωντανό! Με κάθε μου σούρσιμο αρχίζω να αντιλαμβάνομαι, όχι ακριβώς να ακούω, περισσότερο να αισθάνομαι κάποιες ψιλές φωνές που λες και βγαίνουν από μικρά ανθρωπάκια εγκατεστημένα μέσα μου που μιλούν μεταξύ τους και με κοροϊδεύουν. Σε λίγο οι φωνές γίνονται πιο έντονες και αρχίζω να "ακούω" πια ολοκληρωμένους κάποιους διαλόγους.
            "Είναι μικρός, είναι μικρός και θέλει να γίνει πορτοκαλί. Χε, χε!"
            "Είναι ανόητος και λερωμένος, είναι μικρός και γυμνωμένος. Ποτέ του δεν θα γίνει πορτοκαλί. Χο, χο!"
            "Ασ'τον, άσ'τον να πλησιάσει το Σπίτι και θα πονέσει από τις ρυτίδες του. Τρια-λα-ρι-λα-ρο!"
            Υστερα ξαφνικά αρχίζουν όλες μαζί οι φωνούλες να ουρλιάζουν:
            "ΠΕΣΕ, ΠΕΣΕ ΑΡΓΥΡΕ ΧΟΡΕΥΤΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΒΑΡΕΛΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, ΠΕΣΕ, ΠΕΣΕ ΤΡΕΛΕ, ΥΠΕΡΦΥΑΛΕ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, ΧΕ, ΧΕ, ΧΙ, ΧΙ, ΧΑ
            ...ΠΕΣΕ, ΠΕΣΕ ΑΡΓΥΡΕ ΧΟΡΕΥΤΗ, ΠΕΣΕ, ΠΕΣΕ ΚΟΜΠΑΣΜΕΝΕ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ, ΠΕΣΕ ΣΤΟ ΒΑΡΕΛΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, ΧΕ, ΧΕ."...
           

Γελάς και είσαι φίλος μου
Γελάς και είσαι εχθρός μου

Στόματα έχει πολλά η μοναξιά σου
Στόματα έχει πολλά η θλίψη σου


Γέλασε φίλε
και διασκέδασε την ερημιά σου
Κλάψε φίλε
και σπάραξε την αποκοτιά σου

Στίγματα είναι πολλά στο κορμί σου
Στίγματα άφησαν πολλά οι στοχασμοί σου

Γέλασε φίλε
κι είμαι κοντά σου

Γέλασε φίλε
και γίνομαι η σκιά σου...


Ο Σανιδόψωμος...

Είμαι ακόμα μέσα στο στενόμακρο και μισοσκότεινο αυτό τούνελ αλλά τώρα οι φωνές έχουν σωπάσει και ενώ συνεχίζω να έρπω πλησιάζοντας με αισιοδοξία το Σειρηνόμορφο πορτοκαλί φως που συνεχίζει να πάλλεται αργά και ρυθμικά σαν τεράστια καρδιά, κάπου στ'αριστερά μου συντελείται ένα μικρό θαύμα. Η επιφάνεια του περίεργου αυτού "αγωγού" αρχίζει να αλλοιώνεται και να παίρνει συνεχώς μορφές, την μια μετά την άλλη. Εκατομμύρια πρόσωπα εναλλάσσονται σε απίστευτα γρήγορους ρυθμούς. Μόλις που προλαβαίνω να διακρίνω τον Φιντέλ Κάστρο, τον Αϊνστάιν και τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Ομως, ξαφνικά, ο "τοίχος" σταθεροποιείται στην μορφή του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, μόνο που αυτός ο Γκόρμπι είναι κατακόκκινος και έχει τρία σάπια δόντια καθώς ανοίγει το στόμα του και αρχίζει να βρίζει χυδαία στα ελληνικά. Προσπαθώ να κλείσω τ'αυτιά μου και στρέφω πάλι το κεφάλι μου εμπρός μόνο που δεν έχω υπολογίσει ότι τα χέρια και τα πόδια μου είναι δεμένα στο δάπεδο του τούνελ και δεν μπορώ να μετακινηθώ πια ούτε εκατοστό! Αμέσως μετά την συνειδητοποίηση της αιχμαλωσίας μου βγάζω μια τρομακτική κραυγή που υλοποιείται σε ένα τεράστιο χάμπουργκερ και καταβροχθίζεται με ευχαρίστηση από την πορτοκαλί οντότητα στο βάθος. Προσπαθώ να ξαναφωνάξω κι αυτή τη φορά η φωνή μου γίνεται ένα μικρό μπουτάκι από γαλοπούλα που έχει ακριβώς την ίδια κατάληξη. Είμαι σε απόγνωση και η ανημποριά μου αρχίζει να με εκνευρίζει αφάνταστα. Ξαφνικά, δεν ξέρω πως, μου'ρχεται στο νου η λέξη "ΣΑΝΙΔΟΨΩΜΟΣ" και αρχίζω να την ψελλίζω. Ω του θαύματος, ένα κοντόσωμο ανθρωπάκι, μάλλον ένας νάνος με μπλέ καπέλο, καρό πράσινο πουκάμισο και ροζ φουστίτσα, εμφανίζεται στο οπτικό που πεδίο. Είναι ένα πολύ περίεργο πλασματάκι και στα τεράστια μάτια του διακρίνω ευφυία αλλά και δυσφορία για την αναγκαστική του παρουσία εμπρός μου. Χωρίς να χάσει χρόνο, βγάζει από την μία του τσεπούλα μια μικρή καραμούζα, σαλπίζει ένα φάλτσο σκοπό και ύστερα αρχίζει να μου μιλάει με ψιλή φωνή:
            "Με λένε σανιδόψωμο κι ο Χρόνος μου είναι λίγος. Σκέψου τι θέλεις όμως μην το πεις και θα το έχεις στο λεπτό".
            Πριν καν προλάβω να αντιδράσω, τα χέρια και τα πόδια μου είναι ελεύθερα πάλι και μια θαυμάσια αίσθηση με πλημμυρίζει. Θέλω να ευχαριστήσω τον μικροσκοπικό μου λυτρωτή όμως δεν φαίνεται πουθενά. Και τότε συνεχίζω να έρπω προς το άκρο του ατέλειωτου τούνελ...


Τι συμβαίνει, πες μου
κι από δάκρυα έχεις χτίσει την κραυγή σου;

Σπάσε μπροστά μου
το πέτρινο όχυρό σου φίλε!

Σπάσε αν έχεις τα κότσια
το ξύλινο φρούριο της καρδιάς σου

Τι έχεις φίλε
και δεν χορεύεις πια;

Τι σου συμβαίνει
και δεν τραγουδάς πια;

Στάσου μπροστά μου
και φιλόξενη κάνε τη φρίκη!

Στάσου δίπλα μου
και αθέατη κάνε τη φρίκη!

Τι έχεις φίλε
και δεν κοιτάς πια τα λουλούδια;

Η καλύτερή μου φίλη...

Είμαι εσωτερικά και εξωτερικά πλημμυρισμένος απ'αυτή την απίστευτα όμορφη πορτοκαλί θάλασσα όμως τα συναισθήματά μου είναι άσχημα και γρήγορα συνειδητοποιώ το γιατί. Τούτο το φως δεν είναι φως παρά μια μάζα, μια οντότητα μοχθηρή και άθλια. Γρήγορα καταλαβαίνω πως πάλλεται γιατί με απομυζεί ενεργειακά και αισθάνομαι όλο και περισσότερο κουρασμένος. Με δυσκολία κινώ τα μέλη μου και ως και οι σκέψεις μου μοιάζουν με ενεργοβόρα πλάσματα που με εξαντλούν ολοένα και περισσότερο. Εχω αρχίσει να φοβάμαι όμως η ύλη αυτή μπαίνει μέσα απ'τους πόρους του σώματός μου και με κάνει αδρανή και ράθυμο κι έτσι αρχίζω σε λιγάκι να χαλαρώνω μέσα στην απέραντη αυτή θάλασσα πορτοκαλί θανάτου. Κι ύστερα ακούω πάλι κάποιες φωνές, ψιλές και παιδικές, μόνο που δεν έρχονται με δύναμη ως τ'αυτιά μου, με δυσκολία σχηματίζονται οι συλλαβές και εξαντλούμαι ακόμα περισσότερο να τις ακούω.
            "Σκέψου λιγάκι, μην κρυφτείς, φίλε, σκέψου..."
            "Εχεις οπλές, έχεις δόντια αιχμηρά, έχεις μάτια που βλέπουν στην νύχτα, σκέψου φίλε, μην κρυφτείς, σκέψου..."
            "Σκέψου κάτι που θα σπάσει τη σιωπή, σκέψου φίλε, κάτι έξω απ'το χρόνο, σκέψου φίλε, κάτι έξω απ'το τώρα, σκέψου, μην κρυφτείς..."
            Και με το τελευταίο ίσως μόριο ενέργειας που μου είχε απομείνει, σκέφτηκα το πρόσωπο της καλύτερής μου φίλης...


Τι όμορφα που θα ήταν
να είχες γεννηθεί αιώνες πριν

Τι όμορφα που θα ήταν
να ήσουν αγέννητος και φωτεινός

Αλλά δεν είσαι μοιρασμένος
είσαι απλά πολύ κουρασμένος

Κι όμως δεν είσαι διαμελισμένος
είσαι απλά θυμωμένος


Τι όμορφα που θα ήταν
να σε είχαν ξαναβαφτίσει στη φωτιά

Τι όμορφα που θα ήταν
να σε είχαν μεγαλώσει κάποιες νυχτωδίες

Κι όμως δεν είσαι σκοτωμένος
είσαι απλά ποτισμένος θάνατο...


Εξω απ'το τούνελ...

Είμαι σε μια πολύ όμορφη παραλία. Δεξιά μου όσο μπορεί να απλωθεί η ματιά μου η θάλασσα κι αριστερά μου άμμος. Είναι η πιο όμορφη αμμουδιά που έχω δει στη ζωή μου. Θαυμάζω για λίγα δευτερόλεπτα το τοπίο και απολαμβάνω την αίσθηση της ευρυχωρίας. Αμυδρές εικόνες από ένα σκοτεινό τούνελ προσπαθούν να αναδυθούν στο νου μου, όμως τις απωθώ με εκπληκτική ταχύτητα που με κάνει υπερήφανο. Ξαφνικά, ένα περίεργο φαινόμενο διακόπτει την συγχαρητήριο τελετή στον εαυτό μου. Κάτι διακρίνω στην θάλασσα, κάτι να την φωτίζει εσωτερικά, κάτι πορτοκαλί και δυνατό που πάλλεται μέσα της λες κι είναι η καρδιά της που ανεβαίνει στην επιφάνεια. Σε λίγο όμως το φαινόμενο παίρνει τέλος καθώς από το βάθος της απέραντης παραλίας, με ιλιγγιώδη ταχύτητα κάτι έρχεται προς το μέρος μου. Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω, διαπιστώνω όμως ότι είμαι γυμνός, δεν έχω πια τίποτε απ'τα ρούχα μου και αυτή η αίσθηση με τρομοκρατεί. Το πράγμα που τρέχει σαν τρελό καταφτάνει και σε ένα μικροδευτερόλεπτο διαπιστώνω ότι πρόκειται για έναν χοντρό κουλουρά με καλοκάγαθο ύφος ο οποίος αφού φρενάρει πάνω στην άμμο ακινητοποιείται ακριβώς στα 17 μέτρα και 32 εκατοστά από μένα. Τώρα μπορώ να τον δω πολύ καθαρά. Εχει ύψος 1,65, φοράει ένα τριμμένο μπλέ πουκάμισο και ένα πανάθλιο τζην παντελόνι που στο αριστερό του πατζάκι έχει μια στάμπα της Μαντόνα με υπερδιογκωμένα και γυμνά στήθη. Στα πόδια του φοράει αθλητικά παπούτσια και ενώ προσπαθώ να καταλάβω αν είναι της NIKE ή της ADIDAS εκείνος αρχίζει περπατώντας να έρχεται προς το μέρος μου...


Πως μπορείς να χωρέσεις
όλη την ακεραιότητα μέσα σ'ένα βλέμμα;

Πες μου, πως μπορείς
να απλωθείς όσο το σεντόνι του Σύμπαντος;

Πως μπορείς να αντέξεις
να μην σκέφτεσαι για αιωνιότητες;

Πες μου φίλε
πως μπορείς όλη την αγνότητα
να κλείσεις σ'ένα μονάχα βλέμμα;




Το πανέρι με τις τσαλακωμένες ελπίδες...

Με πλησιάζει ο ευτραφής κουλουράς κρατώντας με ζηλευτή επιδεξιότητα και χάρη ένα τεράστιο πανέρι κουλούρια στο αριστερό του χέρι ενώ στο δεξί του μπράτσο διακρίνω ένα τατουάζ. Μια γαλάζια καρδιά τρυπημένη με ένα βέλος και μέσα της να γράφει: "ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΤΡΑΥΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ". Αφού έρχεται δίπλα μου, ακουμπάει το πανέρι του κάτω κι ύστερα, αφού ζωγραφίζει στο πρόσωπό του για δύο δευτερόλεπτα το ομορφότερο χαμόγελο που έχει, αρχίζει να μου μιλάει:
            "Τα μεσημέρια είμαι χαρούμενος, τα απογεύματα είμαι θλιμμένος και τα πρωϊνά σκοτώνω τον ήλιο. Θα σου δώσω ένα κουλούρι φτιαγμένο από τσαλακωμένες ελπίδες. Οταν το φας θα ξέρεις τι θα σου συμβεί στο χτες..."
            Και παίρνει ένα μικρό, μαύρο κουλούρι απ'τον πάτο του πανεριού του και μου το δίνει. Είμαι πεινασμένος, αλλά δεν ξέρω γιατί. Παίρνω στο χέρι μου το περίεργο αυτό κουλούρι μα μόλις κάνω να το βάλω στο στόμα μου το κουλούρι διαλύεται και μεταμορφώνεται σε μια αχνοκίτρινη κάπα που αρχίζει να λικνίζεται ρυθμικά μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Κάθε δευτερόλεπτο που περνάει η κάπα μεγαλώνει, απλώνεται μέσα στο χώρο και αλλάζει εκατομμύρια χρώματα με μια ομορφιά που μ’έχει αφήσει εκστατικό. Υστερα από ελάχιστο χρόνο, τούτη η κάπα έχει γίνει ολόκληρο το στερέωμα, όπου κι αν κοιτάξω, όπου κι αν γυρίσω το βλέμμα μου, όλος ο κόσμος έχει καταληφθεί από αυτή τη μπέρτα που χορεύει και τότε είναι που την ακούω για πρώτη φορά να μου μιλάει με μια φωνή που μου είναι πολύ γνώριμη:
            "Τι όμορφος που είσαι γυμνός. Η άμμος είναι γυμνή γιατί κάνει μαζί της έρωτα η θάλασσα. Η θάλασσα είναι γυμνή γιατί κάνει μαζί της έρωτα ο ήλιος. Ο ήλιος είναι γυμνός γιατί κάνει μαζί του έρωτα η Νύχτα. Η Νύχτα είναι γυμνή γιατί κάνω μαζί της έρωτα Εγώ!".
            Δεν περνούν έξι νανοδευτερόλεπτα και βρίσκομαι ξαπλωμένος και ακινητοποιημένος στην αμμουδιά έχοντας απωλέσει σχεδόν τις ταλαιπωρημένες αισθήσεις μου. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν τις χάσω εντελώς, είναι το περίεργο κουλούρι να βρίσκεται ανάμεσα στα δόντια μου..


Πως μπορείς αλήθεια
να ξεγυμνώσεις την ομορφιά σε μια σου λέξη;

Πες μου, πως γίνεται

να μην λερώνεις τα όνειρά σου με ενοχές;

Πως το μπορείς φίλε
να μην πεθαίνεις όταν είσαι ολοφώτιστος;

Πως το μπορείς αλήθεια
να αποκαλύπτεις την ομορφιά με μια σου λέξη;



Τώρα ο Χρόνος κοιμήθηκε…

Βρίσκομαι σε ένα άθλιο πορνοσινεμά, κάθομαι στην τρίτη σειρά, στο 13ο κάθισμα και αριστερά μου ένα ζευγαράκι επιδίδεται σε παθιασμένους εναγκαλισμούς και σαρκικές περιπτύξεις. Η ταινία είναι μια εμετική παραγωγή περασμένων δεκαετιών αλλά το κοινό αναστενάζει ξεδιάντροπα σε κάθε καρέ και ακούω από παντού ζωώδη βογκητά και βαριές ανάσες. Ξαφνικά, μια δεσμίδα φακού τρώει το σκοτάδι και με πλησιάζει απειλητικά. Η δεσμίδα σαρώνει αριστερά μου το χώρο και σταματάει πάνω στο ζευγαράκι με τις ακόλαστες περιπτύξεις. Διαπιστώνω ότι τον φακό κρατάει στο δεξί της χέρι μια χοντρή, πανύψηλη γυναίκα που φοράει ένα λευκό νυφικό που σε κάποια σημεία έχει κόκκινες και ροζ βούλες και αρχίζω να αναρωτιέμαι αν πρόκειται για ξεραμένο αίμα. Η γυναίκα εξαγριώνεται, όχι με μένα, ευτυχώς, αλλά με το παθιασμένο ζευγαράκι στ'αριστερά μου. Μόλις η φωτεινή δέσμη αποκαλύπτει τις δραστηριότητες των δύο νέων παιδιών, βγάζει από το τεράστιο στόμα της μια απόκοσμη και τρομακτική κραυγή λες και εκατό λύκαινες επικαλούνται τον πιο σκοτεινό δαίμονα της κόλασης κι ύστερα εμπρός στα έκπληκτα μάτια μου, το στόμα της ανοίγει διάπλατα, γίνεται μια τεράστια και αηδιαστική σπηλιά και τους κατασπαράζει! Διακρίνω τα πόδια της άτυχης κοπέλας να διασταυρώνονται μ'αυτά του εραστή της και οι δυο εξαφανίζονται μονομιάς στον υπερμεγέθη οισοφάγο της ταξιθέτριας που σε ένα λεπτό ρεύεται με ευχαρίστηση! Εχω τρομοκρατηθεί, αδυνατώ να παρακολουθήσω άλλο την οθόνη αλλά σε λίγο διαπιστώνω πως η ταινία έχει μεταβληθεί από πορνό σε ένα ντοκυμανταίρ για τις διατροφικές συνήθειες των δεινόσαυρων. Και τότε η αποτρόπαιη κανίβαλος, αρχίζει να πανηγυρίζει έξαλλα και να ξεφωνίζει ενθουσιαστικά:
            "Ναι, αυτό είναι το πιο χυδαίο, αποκάλυψε την αθλιότητά τους, δείξε την ομορφιά τους, αυτό είναι το χυδαίο μαστρωποί και ηλίθιοι πόρνοι, δεν ξέρετε που είναι η ηδονή, δείξε το φυλακισμένο ερπετό να ξεγυμνώνει τα ούλα του, δείξε το σαυρόμορφο εραστή να τρίβει το καυλί του, δείξε, αποκάλυψε, ξεγύμνωσε...".
            Δεν μπορώ να βλέπω πλέον το ανόητο θέαμα που μου προκαλεί πλήξη και σηκώνομαι να φύγω από το σινεμά. Πριν τολμήσω να το επιχειρήσω καν, ένα γουρουνόμορφο χέρι με ακινητοποιεί στην θέση μου και η χοντρή γυναίκα με μια εκπληκτική για τον όγκο της ταχύτητα και χάρη έρχεται εμπρός μου, περνάει τα πόδια της δεξιά κι αριστερά από τα δικά μου και καρφώνει το σκοτεινό βλέμμα της πάνω μου με αληθινή μοχθηρία που δυσκολεύομαι να αποκωδικοποιήσω. Το νυφικό της με τις κόκκινες και ροζ βούλες σαν να ανεμίζει πάνω στο θεόρατο σώμα της, ύστερα σκίζεται στα δύο και αποκαλύπτονται γυμνά τα σκέλια της. Περνούν ακριβώς 31 δευτερόλεπτα και μετά ανοίγει τα πρησμένα μπούτια της, βγάζει μια μικρή κραυγή και παρακολουθώ έκπληκτος να διογκώνεται το αηδιαστικό της αιδοίο και από τη μήτρα της να ξεπροβάλλει ένα μικρό μήλο! Μια όμορφη μυρωδιά άνοιξης και δροσιάς πλημμυρίζει τον χώρο και η αρχική μου δυσφορία ανατρέπεται και αισθάνομαι χαρούμενος με το θέαμα που αντικρίζω. Το "παιδί" της πέφτει στο πάτωμα και αμέσως πηδάει και πάλι και σκαρφαλώνει στις δίπλες του λίπους της μητέρας του. Εκείνη το χαΪδεύει τρυφερά και ύστερα με ένα σάπιο και ιδρωμένο χαμόγελο μου λέει:
            "Αυτό είναι το πιο όμορφο μήλο του κόσμου. Μην το δαγκώσεις, κοίταξέ το. Μην το πληγώσεις, άγγιξέ το. Μην το σκοτώσεις, αγάπησέ το...". Κι ύστερα ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά της και το μήλο χώνεται μέσα της και σαν βρέφος που νιώθει ασφάλεια στην αγκαλιά της μητέρας του, έτσι κι αυτό, συρρικνώνεται και αποκοιμιέται με ευχαρίστηση. Υστερα η χοντρή γυναίκα, μου χαμογελάει πονηρά και μου λέει:
            "Τώρα μπορείς αν θέλεις να το αγγίξεις. Τώρα ο χρόνος κοιμήθηκε, τώρα ο Παππούς είναι αδρανής, τώρα μπορείς να το αντέξεις".
            Και βάζω απαλά τα δάχτυλά μου και το αγγίζω. Ηταν μια αίσθηση υπέροχη, λες κι έκανα  βουτιά στην θάλασσα της αιώνιας νεότητας, ολόκληρος γέμισα δύναμη και ευφορία, ήταν μια ακέραιη ηδονή εκείνο το συναίσθημα...


Ξέρεις, υπάρχουν οι νεροφωτιές
 τις είχες κάποτε ονειρευτεί
είναι αυτές που ξέρουν του Θεού τις προσευχές
τις είχες κάποτε στα όνειρά σου αγγίξει...


Ξέρεις, υπάρχουν οι οδηγοί του ανέμου
 φίλοι σου ήταν κάποτε
είναι του Θεού οι ανάσες οι γλυκές
τους ξέρεις, κάποτε έπαιζες μαζί τους...

Ξέρεις, υπάρχουν οι φύλακες του τραγουδιού
κάποτε τους είχες συναντήσει
είναι του Θεού οι περισπασμοί
τους ξέρεις, κάποτε δεν τους φοβόσουν...

Ξέρεις, υπάρχουν οι χρονοφωλιές

 κάποτε εκεί κρυβόσουν
είναι του ανθρώπου οι διαφυγές
τις ξέρεις
μα τις έχεις πια ξεχάσει...


Συνάντηση με το Μάγο Σατράπη…

Είμαι καθισμένος στην παραλία που είχα συναντήσει τον κουλουρά, πάνω σε ένα μικρό βράχο και θυμάμαι κάποιες αχνές εικόνες, θολές και γεμίζω περίεργα συναισθήματα. Αποφεύγω να κοιτάξω προς την θάλασσα γιατί ξέρω πως θα αντικρίσω το πορτοκαλί παλλόμενο φως κάτω απ'την επιφάνειά της και δεν το θέλω. Είναι μεσημέρι, ένα μοναχικό και ζεστό μεσημέρι και αισθάνομαι καταθλιπτικός και αποδυναμωμένος. Το μυαλό μου μοιάζει με ένα βούρκο, μια λίμνη με στάσιμα νερά, τα μέλη μου είναι βαριά και ράθυμα. Δεν ξέρω πόση ώρα είμαι σ'αυτό το βράχο καθισμένος, όμως ο ήλιος δεν περπατάει καθόλου, είναι καρφωμένος στη θέση του, μου στέλνει τις πιο ζεστές του ακτίνες και με συντροφεύει. Υστερα, έχω πάλι αίσθηση του χρόνου. Περνούν 139 λεπτά και ακούω μια ψιλή φωνούλα να απευθύνεται σε μένα. Στην αρχή είμαι βέβαιος πως πρόκειται για παρηχητικά και ψευδοαισθητικά φαινόμενα και δεν δίνω σημασία. Ομως σε λίγο τούτη η φωνούλα αρχίζει να απαγγέλλει στίχους από τον "Μάγο Σατράπη" ένα απαγορευμένο ποίημα που ο Παππούς είχε κάποτε γράψει και οι επόμενες γενεές καταδίκασαν και εσβησαν με σπουδή από το ασυνείδητο της ανθρωπότητας.


"...Αυτός που σε αλλοιώνει
είναι ο Μάγος Σατράπης
είναι ο μαύρος νάνος
είναι ο λυσσασμένος άνεμος
Χε, χε, αυτός που σε αλλοιώνει
- τώρα στο λέω αιχμάλωτε φίλε -
είναι ο απρόσμενος πρίγκιπας του πόνου!

Μην κάνεις τον ανήξερο

αργυρέ ταξιδιώτη
έρχεται και για σένα παίζει την σάρκινη λύρα του
Μην κάνεις τον ανήξερο
σε γνωρίζει και για σένα σαλπίζει
κάθε πρωϊνό την τρέλα στα όνειρά σου.
Γύρνα ασημένιε ταξιδιώτη
γύρνα στην μοναχική σου ρότα
γύρνα γιατί Αυτός που Ονομα δεν έχει
για σένα Ανίερα σχέδια έχει..."

Τι αλλόκοτοι στίχοι, σκέφτομαι και πόσο γλυκιά και μελωδική η απαγγελία. Εχω κλείσει τα μάτια μου και την απολαμβάνω, όμως αναγκάζομαι να τα ανοίξω πριν ακούσω την συνέχεια. Ενας οξύς πόνος διακόπτει την μεσημβρινή απόλαυση. Ο Μάγος Σατράπης, ναι, ο ίδιος, ενσαρκωμένος στέκεται μπροστά μου!
            Το θέαμα είναι πέρα από τις πενιχρές μου ικανότητες για να το αποτυπώσω, να το κλείσω σε λόγια και στίχους, να το ψελλίσω καν σε κάποια εξομολόγησή μου. Το ίδιο το Σκοτεινό Περίσσευμα, ο Δυσθεώρητος Φόβος, ο Χιλιονόματος, ο Χωρίς Ονομα, ο Μαύρος Απέραντος, ο Νυχτογέννητος, ο Απεριόριστος Υπερ-Νους, ο Γεμάτος Φρίκη, ο Μυριόμορφος, ο Δεσμοφύλακας των Σκοταδιών, ο Μάγος Σατράπης, ναι, Αυτός, μπροστά στην ταπεινότητά μου. Αόρατος και ορατός, πανίσχυρος και γλυκύς, δημιουργημένος και φανταστικός, υλικός και άυλος, όλος και τίποτα, ακέραιος και τεμαχισμένος, δίπλα μου, μπροστά μου, μέσα μου! Μέσα στο κουρασμένο μυαλό μου, χίλιες μαύρες αφρισμένες θάλασσες, χίλιοι θυμωμένοι κεραυνοί, χίλιες καταραμένες μουσικές, μέσα στο τσακισμένο μυαλό μου, εκατομμύρια στοχασμοί, εκατομμύρια τραγούδια και εκατομμύρια απελπισίες. Μέσα στο λυγισμένο μυαλό μου, αμέτρητα σύμπαντα από ελπίδες, πόθους και διαψεύσεις. Η έκρηξη, το αδιέξοδο τόσο κοντά μου. Η λύτρωση, ο θάνατος, η απόρριψη, μ'αγκαλιάζουν στοργικά...


Τι έχεις ξεχάσει;
Μια στραπατσαρισμένη υπόσχεση
Οχι, δεν έπρεπε να την ξεχάσεις!

Τι έχεις αγνοήσει;
Μια καλοκρυμμένη ανισορροπία.
Και δεν έπρεπε να την αγνοήσεις.

Τι έχεις προδώσει;
Μια δανεισμένη φιλοδοξία.
Πως μπόρεσες να την προδώσεις;

Κάνε κάτι επαναστατικό

και μίλησε με ό,τι έχεις προδώσει.

Κάνε κάτι αποκρουστικό

και φανέρωσε ό,τι έχεις κρύψει.

Κάνε κάτι γενναίο
και βρες κάποια άλλη δόνηση να σε περιέχει...





Τα δώρα του Μελανοπρόσωπου Χορευτή...

Το μόνο που θυμάμαι είναι πως ήρθαν κάποιες φιγούρες που φορούσαν λαχανί φόρμες που έγραφαν "Συνεργείο Νοητικών Μεταθέσεων" για να με οδηγήσουν σε "μέρη που πρέπει να υποστώ την οδύνη" και άρχισα να ταξιδεύω με απίστευτη ταχύτητα μόνο που κάποια φωνή με πληροφόρησε πως ήταν "ταχύτητα χωρίς μνήμη" και γρήγορα κατάλαβα τι σήμαινε αυτό.
Η αρχή έγινε με το Σπίτι της Φαφούτας Σιωπής. Υστερα με οδήγησαν στα Απομεινάρια του Παλαβού Ασπρομάλλη και στο τέλος με έφεραν μπροστά στην ταπεινή σκήτη του Μελανοπρόσωπου Χορευτή για να με υποβάλει στη δοκιμασία της "Αποδέσμευσης". Ο χορευτής ήταν ένα μικρό παιδί με μελαμψό δέρμα και μακριά χέρια και πόδια που ισορροπούσε, χόρευε και στροβιλιζόταν θαυμαστά πάνω σε μια διαφανή σφαίρα με γαλακτερό χρώμα.  Τα νύχια των χεριών του ήταν βαμμένα πράσινα και των ποδιών του ροζ. Ηταν ολόγυμνος και στην θέση του ανδρικού μορίου υπήρχε ένα μικροσκοπικό κοριτσίστικο αιδοίο. Τον πλησίασα στα δυόμισι μέτρα ώσπου ακινητοποιήθηκα. Το παιδί σταμάτησε να στροβιλίζεται, με κοίταξε για μια στιγμή και μετά άκουσα τη φωνή του μέσα μου.
            "Στο Σπίτι της Φαφούτας Σιωπής γεννήθηκα. Τι όμορφα που έζησα για εφτακόσιες αιωνιότητες εκεί! Οι αδερφές μου με μεγάλωσαν, η Ισορροπία, η Δύναμη και η Εντροπία. Εσύ δεν τις γνώρισες ακόμα, δυστυχώς. Τι κρίμα να μην γνωρίσεις τις αδελφές μου!".
            Η φωνή του ακουγόταν μελαγχολική και έσβηνε σιγά σιγά. Υστερα άρχισε να στροβιλίζεται πάλι για 25 δευτερόλεπτα και μετά σταμάτησε και μου μίλησε πάλι.
            "Στα Απομεινάρια του Παλαβού Ασπρομάλλη έμαθα να διαβάζω τους κεραυνούς και να χρωματίζω τους ανέμους. Εσύ δεν μπόρεσες να τον δεις. Ο Παλαβός Ασπρομάλλης δεν είναι ορατός παρά μονάχα στους πορτοκαλί. Χι, χι, τι όμορφο να είσαι πορτοκαλί!"
            Υστερα, αρχισε γύρω μου να πάλλεται ένα έντονο πορτοκαλί φως που αποκτούσε δύναμη, ρυθμό και μουσική και έμπαινε μέσα μου και αναστάτωνε τα κύτταρά μου. Αρχισα να λυγίζουν τα γόνατά μου λες και κάποιος με είχε φορτώσει με ένα τεράστιο βάρος που δεν μπορούσα να αντέξω. Το μυαλό μου διαλυόταν. Ημουν έτοιμος να συντριφτώ, να καταρρεύσω. Ξαφνικά, δεν κατάλαβα πως, σταμάτησε. Η φωνή του Μελανοπρόσωπου Χορευτή ακούστηκε πάλι.
            "Είσαι αδύναμος και σπαστικός. Είσαι αργυρός αλλά φτωχούλης ακόμα. Δεν μπόρεσες να δεις τον Μάγο Σατράπη, δεν μπόρεσες να δεις τον Ασπρομάλλη, δεν μπορείς να καταπιείς το πορτοκαλί. Τι κρίμα. Είχα για σένα δώρα στοχασμών και δώρα στεναγμών. Διάλεξε ποια δώρα θέλεις να σου δώσω για να φιλοξενήσεις την Αποδέσμευση".
            Σκέφτηκα χωρίς να το θέλω τα πρώτα και μετά άκουσα να μου διαβάζει μια ερώτηση.
            "Το πρώτο μου δώρο είναι: Πως ακινητείς όταν όλα κινούνται;"
            Το μυαλό μου κουρασμένο δεν μπόρεσε να επεξεργαστεί την ερώτηση. Μου ήρθε μονάχα σαν αστραπή η λέξη "απρόσωπος" και άκουσα ένα γέλιο να με επιβραβεύει και ένα χειροκρότημα από παιδικές παλάμες.
            "Μπράβο επισκέπτη του βαρελιού. Οταν αφαιρείς από κάτι το πρόσωπο τότε αυτό ακινητεί. Τώρα σου δίνω το δεύτερό μου δώρο: Πως μπορείς να κάνεις τις σκιές να γεννούν;"
            Δεν μπορούσα να αντιληφθώ την σημασία της ερώτησης. Μου ήρθε όμως πάλι στο νου μια περίεργη έκφραση: Χωρίς αρχή... επιτάχυνση. Νέες κραυγές ενθουσιασμού.
            "Αργυρέ μου στοχαστή με αιφνιδιάζεις. Ναι, αλήθεια είναι, το έχουμε διδαχτεί από τις φασκιές του Χρόνου, πρέπει να κυνηγήσεις τις σκιές ως να τις ξελιγώσεις για να τις αναγκάσεις να γεννήσουν. Και τώρα, το τρίτο και πιο πολύτιμο δώρο μου: Πως μπορείς να πεθαίνεις χωρίς να σβήνεις τα ίχνη σου στην άμμο του σύμπαντος;"
            Ημουν μπερδεμένος και απελπισμένος. Ενιωθα ηλίθιος και εντελώς κενός. Δεν μου ήρθε τίποτα στο μυαλό και σε λίγο ο Χορευτής κατέβηκε θυμωμένος από την γαλακτόμορφη σφαίρα του, με πλησίασε με γρήγορα και θηλυπρεπή βήματα και με χαστούκισε δυνατά στο αριστερό μάγουλο.
            "Ο ήχος! Ο ήχος δεν σβήνει τ'αχνάρια σου απ'το σύμπαν. Ο ήχος!! Σε στέλνω πίσω στην κοιμισμένη σου ανυπαρξία, να σκέφτεσαι, να γράφεις, να αναρωτιέσαι. Πίσω λοιπόν στην κάμαρα του θυμού σου, ΠΙΣΩ ΣΤΟΝ ΠΥΡΕΤΟ ΣΟΥ, ΠΙΣΩ ΕΙΠΑ, ΠΙΣΩ!"...


Χρωστάς κάτι στον εαυτό σου
γι'αυτό δεν μπορείς να κοιμηθείς
Βρες τι ειν'αυτό που σε έκανε απρόσωπο
Βρες τι ειν'αυτό που σε έκανε να γελάς υστερικά
Κάτι χρωστάς σου λέω
Βρέσ'το και ανάγκασέ με να σου τραγουδήσω

Χρωστάς κάτι στην τροφό σου
γιατί'χε τα μαστάρια της τεράστια για σένα
και κακοποίησες το όνειρό σου
Κάτι χρωστάς, το ξέρεις
βρέσ'το και άγγιξέ με στον εφιαλτόκοσμο

Χρωστάς κάτι στον συλλογισμό σου

έχεις την ματαιοδοξία να τον περιφρονείς
κι αυτό μπορεί να βγει και σε κακό σου
Κάτι χρωστάς λοιπόν
στον φλύαρο στοχασμό σου

Βρέσ'το και κλείσε με στη χοάνη του Τώρα...


Τι θα κάνεις φίλε;

Τι όμορφη εικόνα! Τέσσερα μικρά δελφίνια κρατούν έξω από το νερό, στηριγμένη στα ρύγχη τους μια ολόχρυση ασπίδα που πάνω της είναι ανάγλυφα χαραγμένα σχέδια που παριστούν τα τέσσερα στάδια της παράνοιας του ανθρώπου: Η μοναξιά, ο έρωτας, η γνώση και ο θάνατος. Πάνω στην ασπίδα, όρθια, περήφανη και δυνατή, η Νύχτα, φορώντας μια ασημένια και μαύρη μπέρτα και στα πόδια της ένας νεογέννητος θηλυκός λύκος και δίπλα του μια κατάλευκη κουκουβάγια. Η Νύχτα λύνει την μπέρτα από το σοκολατένιο κορμί της και μένει ολόγυμνη και πανέμορφη. Τα δελφίνια κράζουν χαρούμενα, το μωρό λύκος τρίβεται στις γάμπες της και η κουκουβάγια ανοίγει με αυταρέσκεια τα φτέρουγά της.
            Η εικόνα χάνεται και βρίσκομαι μέσα στο συνοικιακό μαγαζάκι με τα ανδρικά ρούχα που αυτοαποκαλείται με έπαρση "μπουτίκ" και περιμένω επί δύο λεπτά και τριάντα έξι δευτερόλεπτα κάποιον να με εξυπηρετήσει. Τελικά εμφανίζεται ένας νεαρός υπάλληλος γυμνός από τη μέση και πάνω, ξυπόλητος και φορώντας ένα δυσανάλογα μακρύ σορτς. Στο γυμνό του στήθος εμφανίζεται ξαφνικά με τεράστια κόκκινα γράμματα ένα παλλόμενο μήνυμα που με πληροφορεί: "ΕΙΜΑΙ ΤΥΠΟΣ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΓΡΗΓΟΡΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ". Το δεξί μπατζάκι του τεράστιου σορτς του είναι μωβ και το αριστερό λαχανί. Από την αριστερή του τσέπη ξεπροβάλλει με χάρη ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Τα πέλματά του είναι κατάμαυρα από την λίγδα και τα μαλλιά του είναι άναρχα και άπλυτα. Με πλησιάζει με έναν αλλόκοτο βηματισμό, σαν να καλπάζει στον αέρα και όταν φτάνει στο ένα μέτρο ανοίγει το στόμα του και μου λέει: "My name is Overminder, what's yours?"....


 Τι θα κάνεις φίλε;
Τι θα κάνεις με το χρόνο;

Εχω σπουδαία νέα για σένα φίλε
δεν είσαι αθάνατος
δεν είσαι αιώνιος
πνεύμα δεν είσαι
σου είπα
σου έφερα θαυμάσια νέα...

Τι θα κάνεις τώρα;
Τι θα κάνεις με την κούρασή σου;

Εχω αλήθεια κάποια νέα να σου πω
δεν είσαι τα πάντα
ούτε το τίποτα
μην ψάχνεις άδικα
μην σπαταλιέσαι
στο είπα
σου έφερα τα πιο όμορφα νέα...

Τι θα κάνεις όμως
τι θα κάνεις με τον εαυτό σου;

Νιώσε με φίλε
δεν θέλω να σε απογοητεύω
δεν υπάρχει τίποτε για σένα
δεν κληρονόμησες
παρά μονάχα ένα σκοτάδι
στο είπα
έρχομαι με το φραγγέλιο της αλήθειας...

Τι θα κάνεις πες μου
τι θα κάνεις με την φυλακή σου;

Που είναι οι παιάνες;
που είναι οι χρονομάχοι;
που είναι οι κατακτητές Αλέξανδροι;
που πήγαν όλοι οι ληστεμένοι γόητες;
Δεν είσαι από αθάνατη μήτρα
γεννημένος φίλε
συγχώρεσέ με
που είσαι απλά ό,τι μπορείς να αντέξεις
τούτο έχω για σένα...

Πες μου αλήθεια

τι θα κάνεις;
τι θα κάνεις με τη γνώση;

* * *
Καλοκαίρι 1997